Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

Σχεδίαζα πολύ καιρό την δολοφονία του.


                       
Δεν είχα να φοβηθώ τίποτα και η θέα του Εισαγγελέα με άφησε ασυγκίνητο. Ήμουν σε δύσκολη θέση μα δεν είχα λυγίσει.

- Δεν τον έριξα εγώ στο λιμάνι ! Μόνος του πήρε την απόφαση και πήδηξε. Ήμουν δίπλα του καθισμένος στο παγκάκι  και μιλούσαμε - είναι η αλήθεια -  σε ένα κλίμα φόρτισης ! Δεν τον έσπρωξα όμως εγώ !!
- Ίσως να μην έχετε καταλάβει την κρισιμότητα της κατάστασης κατηγορούμενε. Όσοι περνούσαν από εκεί σας άκουσαν να τον προτρέπεται να φύγει από κοντά σας. Του λέγατε να πέσει στην θάλασσα, να πνιγεί και μόλις ανασηκώθηκε τρομαγμένος εσείς δεν χάσατε την ευκαιρία! Τον σπρώξατε κ Σταματούδη και έπεσε στην θάλασσα. Υπάρχουν μάρτυρες κ Σταματούδη !  Υπάρχουν πέντε μάρτυρες !! Ομολογήστε επιτέλους !

Το δωμάτιο ήταν πολύ ζεστό.
Κόλαση μήνα Νοέμβρη… Πως;
Χαλάρωσα το πουκάμισο στο λαιμό, μα κείνο μ’ έπνιγε. 

Οι δικαστές έδωσαν το απαραίτητο χρόνο για να σηκώσω το βλέμμα μου. Ηδονική αναμονή το χρονικό διάστημα εγκλωβισμού  του κατηγορούμενου και κατά κανόνα το γευόταν οι δικαστές.

Είχα κάνει ότι μπορούσα…
Τώρα όμως πια, δεν είχα άλλη επιλογή.

Αναστήλωσα το σώμα μου πριν ορθώσω το βλέμμα μου.
Έσφιξα τα δόντια μου και με έντονο τόνο ομολόγησα.

- Ε ναι λοιπόν !  Σχεδίαζα πολύ καιρό την δολοφονία του.  Το ομολογώ ! Μου είχε κάνει την ζωή αφόρητη. Τον είχα πάνω μου όλη την μέρα να με καθοδηγεί σα σκλάβο. Μου επέβαλε τι να κάνω από το χάραμα μέχρι την αυγή, και σαν έγερνα να ξαποστάσω ερχόταν στον δωμάτιο μου και με κατηγορούσε για τα λάθη μου. Δεν είχα ποτέ ησυχία. Μαύρο πράγμα τον έλεγα. Πιστέψτε με !! Μαύρο πράγμα τον έλεγα ! Ήταν θέμα χρόνου να πάρω την απόφαση να τον βγάλω από την μέση. Να τον βγάλω από την ζωή μου.
Κατάστρωνα σχέδια τώρα και δύο χρόνια κύριοι δικαστές, ώστε να διαπράξω την δολοφονία υπό ασφαλείς συνθήκες μα εκείνο το βράδυ έσπασα. Δεν άντεξα και μπροστά σε κόσμο πήρα την απόφαση να τον σπρώξω. Γνώριζα πως το μόνο που ήξερε ήταν να κάνει μαύρη την ψυχή των άλλων. Τα καθημερινά ήταν άγνωστα γι΄ αυτόν. Δεν ήξερε να βιδώνει μια λάμπα, δεν ήξερε να δένει τα κορδόνια του, δεν ήξερε να κολυμπά…

Μόλις μπήκε ο Νοέμβρης στις φλέβες μου.
Άρχισα να παγώνω.
Κούμπωσα το πουκάμισο στο λαιμό..

Οι δικαστές χαμογέλασαν χωρίς τούτο να φαίνεται, σύμφωνα με το πρωτόκολλο.

Μόνον ο εισαγγελέας έμεινε προβληματισμένος…
Έσυρε τις σελίδες μπροστά το πρόσωπο του και έγειρε προς τον πρόεδρο.
- Κύριε Πρόεδρε, έχουμε πρόβλημα στην υπόθεση. Ο νεκρός έχει το ίδιο όνομα με τον δολοφόνο. Μέχρι και η ταυτότητα που βρέθηκε πάνω του ήταν ίδια… 


          Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης  
Άρθρο υπ’ αρ. 307/ Κυριακή 26 Νοέμβρη 2017.


Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

Εκείνος που μίλαγε στα δέντρα.




Ροζιασμένα χέρια, εβδομήντα χρόνια σε αδιάλειπτη χρήση.

Τα δέντρα τον ήξεραν με τ’ όνομά του.
- Λευτέρη !!-  του φώναζαν - και κουνούσαν τα πίσω κλαδιά τους σαν αυτός πλησίαζε.
Μα κι’ αυτός όλο τους μιλούσε με αγάπη σαν να ‘ταν τα παιδιά του.  Δεν ήταν όμως και λίγες οι φορές που όταν αυτά δεν πήγαιναν με τα νερά του, τους θύμωνε και  μπορεί να περνούσε και μια βδομάδα για να τους μιλήσει.

Ακόμα και στο καταχείμωνο όταν ο χιονιάς άλλαζε το χρώμα της φύσης, ο Λευτέρης πήγαινε στο χωράφι να δει τα δέντρα του.
Η Μαριώ ήξερε πως κάθε βράδυ της έλεγε ψέματα πως γλίστρησε στο μονοπάτι και βράχηκε. Ήξερε πως πήγαινε στα χωράφια και τίναζε τα κλαδιά των δέντρων του για να τ’ αλαφρώσει από τα χιόνια. Γι΄ αυτό ερχόταν στο σπίτι πάντοτε μουσκεμένος. Τον πίεσε μερικές φορές να του αλλάξει την συνήθεια μα ο Λευτέρης ήταν αγύριστο κεφάλι…

Τούτη την φορά όμως δεν του βγήκε σε καλό.
Η πνευμονία τον είχε στείλει στο νοσοκομείο και ο γιατρός μιλούσε στην Μαριώ αποφεύγοντας να την κοιτάζει.

Η Μαριώ ήξερε.

Έκατσε δίπλα του και τον άφησε ξανά να κάνει αυτό που είχε αποφασίσει.
Του κρατούσε το χέρι στις χούφτες της για να το ζεστάνει. Το άφησε μόνο μετά από κείνο το τράνταγμα. Ήρθε η ώρα για να σύρει  την παλάμη της από το μέτωπο ως τα χείλια του.

Τα παιδιά πήραν την Μαριώ στην Αθήνα  μαζί τους. Μόνη της στο χωριό δεν μπορούσε να τα καταφέρει. Θα έδιναν και τα χωράφια σιμισιακά στον γείτονα, αν δεν τους είχαν πει πως μια σπάνια αρρώστια ξέραναν όλα τα δέντρα του Λευτέρη ...


          Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης  
Άρθρο υπ’ αρ. 306/ Κυριακή 12 Νοέμβρη 2017.


Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017





«Τ’ αποφάσισα. Θα ‘φευγα κρυφά σ’ άλλη πόλη, ίσως και σ’ άλλη χώρα. Αυτή η πεντάχρονη σχέση, που ξεκίνησε σαν παθιασμένος έρωτας, είχε φτάσει πια σ’ αδιέξοδο. Η Ελένη κάθε μέρα γινότανε και πιο απαιτητική, πιο τυραννική. Ήθελε να εξουσιάζει ακόμα και την σκέψη μου, να την κατευθύνει στους δρόμους που τραβούσε η δική της. Την παραμικρή απόκλιση τη θεωρούσε έλλειψη αγάπης από μέρους μου. Ασφυκτιούσα…
Η απόφασή μου ήταν οριστική. Έβγαλα εισιτήριο αεροπορικό για την επόμενη βδομάδα και βάλθηκα, μυστικά, να τακτοποιώ τις εκκρεμείς μου υποθέσεις.
Την παραμονή της αναχώρησής μου, κοιτάζοντας από το παράθυρο το μικρό κήπο μπρος από το σπίτι όπου έμενα, ένιωσα, εντελώς απροσδόκητα, μια θλίψη που δε θα ξανάβλεπα το  γιασεμί, σα να επρόκειτο γι’ αγαπημένο πρόσωπο που θα αποχωριζόμουνα για πάντα. Βγήκα όπως ήμουν, με τις σαγιονάρες, κι άρχισα να κόβω και να μυρίζομαι τα τελευταία άσπρα ανθάκια του. Το άρωμά τους κατέβηκε τόσο βαθιά μέσα μου, που τα μάτια μου υγράνθηκαν. «Αδιόρθωτε αισθηματία !» ειρωνεύτηκα τον εαυτό μου και κίνησα ν’ απομακρυνθώ από το γέρικο γιασεμί. Μα το δεξί μου πόδι δεν σηκωνότανε, σαν κάτι να το κρατούσε δεμένο στη γη. Το ίδιο και τ’ αριστερό.  Και τότε είδα πως τα δάχτυλα των ποδιών μου είχανε γίνει ρίζες και είχανε χωθεί στο χώμα του κήπου. Δέκα δυνατές ρίζες που βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά. Και τα δάχτυλα των χεριών μου γινόταν βλαστοί που πετούσανε φύλλα. Όσο κι αν φαινόταν απίθανο, μεταμορφωνόμουν σε δέντρο, από κείνα τα καλλωπιστικά των μικροαστικών κήπων! Κουνούσα απελπισμένα τα κλαδιά μου, ήθελα να φύγω, μα ήταν αδύνατο. Πλάι στις ρίζες μου άσπριζε, πεσμένο, το αεροπορικό μου εισιτήριο.
Βασίλευε ο ήλιος όταν ήρθε η Ελένη. Το περίεργο είναι πως με την πρώτη ματιά μ’ αναγνώρισε, παρά την μεταμόρφωσή μου. Αγκάλιασε τον κορμό μου, ακούμπησε το κεφάλι της σ’ ένα από τα κλαδιά μου κι άρχισε να κλαίει, μάλλον από χαρά, όπως φάνηκε σε λίγο. Σιγά – σιγά έβγαζε κι εκείνη ρίζες και μεταβαλλότανε σε κισσό, που όλο και πιο πολύ γαντζωνόταν απάνω μου. Ένα πυκνό φύλλωμα με τύλιγε παντού. Αμολούσε συνέχεια μακριούς πλοκάμους κι ανέβαινε, φτάνοντας ως την κορυφή μου, ενώ δεν έπαυε να μουρμουρίζει, σ’ ένα είδος παραληρήματος, πως αυτό ονειρευότανε πάντα, να ‘μαστε ενωμένοι αξεχώριστα, ένα σώμα και μια σκέψη, σ’ όλης μας τη ζωή.
Είχε κυριαρχήσει πια ολοκληρωτικά πάνω μου, ρύθμιζε ακόμα και την ποσότητα του αέρα που μ’ άφηνε ν’ αναπνέω….»[1]
           

          Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης  
Άρθρο υπ’ αρ. 305/ Κυριακή 05 Νοέμβρη 2017.




[1] Ένα από τα τριάντα δύο μικρά πεζά του βιβλίου του Γιώργη Μανουσάκη με τίτλο «Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα», Εκδόσεις «Οι Εκδόσεις των Φίλων», Αθήνα 1999