Τρίτη 29 Μαΐου 2018

321 Η μια αρβύλα δεν είχε κορδόνια.







Τον Παντέλο δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί.

Περπατούσε στο δρόμο με κείνες τις γδαρμένες πέτσινες αρβύλες -  η μια θαρρώ πως δεν είχε κορδόνι – και τα καλόπαιδα του βάζανε τρικλοποδιές και γελούσαν μαζί του.

Και εκεί που περίμενες να θυμώσει τον έβλεπες να γελά κι αυτός ! Κι όσο πιο επίπονη ήταν η βουτιά του στα χώματα, τόσο  περισσότερο γελούσε ο καημένος..

Τον Παντέλο δεν τον αφήνανε σε χλωρό κλαρί.

Ακόμα και τα σκυλιά του δαγκώνανε τα ξελουριασμένα του παντελόνια και τον βολοσέρνανε.  Μέχρι  και χάμω τον είχανε ρίξει μια μέρα.  Είναι στιγμές που θαρρείς πως όλη η φύση συνηγορούσε εναντίον του  για να’ ναι μαύρη η ζωή του.

 Κι όμως όσο πιο πολύ ταλαιπωρούσαν τον Παντέλο τόσο εκείνος ξεκαρδιζόταν στα γέλια…

Μόνο ένα στραβό χνουδωτό γατί του τριβότανε στο παγκάκι της πλατείας. Πολλές φορές τον έβλεπα που καθόταν εκεί να ξαποστάσει και σε δύο λεπτά εμφανιζόταν το γατί κι του νιαούριζε !!  Άρχιζε αμέσως τα γουργουρίσματα  και χαϊδευόταν κάνοντας οχτάρια στις αρβύλες του.

Αυτό που μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον  δεν ήταν το γεγονός πως φαινόταν ότι μόνο εκείνο το πλάσμα τον αγαπούσε….  Όχι… Όχι… Το ακατανόητο ήταν πως ο Παντέλος δεν του χαμογελούσε ποτέ !!  Και όχι μόνο δεν του χαμογελούσε, όπως έκανε στους  τύραννους του, μα το μάλωνε συνεχώς.

-          Παράτα με βρωμόγατο !! του έλεγε και το κλωτσούσε να φύγει !!
 Το έκανε μια, το έκανε δύο το έκανε δεκάδες φορές.  Αν πεις πως έδειχνε κάποιο  ενδιαφέρον ήταν μονάχα πως το κλωτσούσε με προσοχή για να μην το πονέσει.

Έχει περάσει μπορεί και ένας μήνας από τότε που είδα την χάρτινη κούτα δίπλα στο παγκάκι. Μέσα ήταν τοποθετημένο το γατί, άπνοο πάνω σε κάτι αρβύλες.

Η μια αρβύλα δεν είχε κορδόνια.

Περίμενα να δω τον Παντέλο για να καταλάβω αν ήτανε οι δικές του αρβύλες μα ούτε γω τον ξανάδα στην γειτονιά μήτε και κείνα τα καλόπαιδα…
 


Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 321 / Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

320 Μια Κυριακή εγίνηκε σκόνη.


Μια Κυριακή εγίνηκε σκόνη.




Ο Στεφανοκουμής μπορεί να πλησίαζε τα πενήντα, μα όντε επροπάθιε έτριζεν ο τόπος. Φορούσε εκείνα τα βαριά τα στιβάνια, έστριβε και τη μουστάκα του και ήτανε ολάκερος μιαν εμορφιά.
Και δεν ήταν μονάχα η εμφάνιση του επιβλητική.
Όσοι τον γνωρίζανε στα Χανιά τονε θαύμαζαν και για την καθάρια ψυχή ντου.
Ντόμπρος ο Κουμής, πάντα ήτονε δίκαιος με ούλους τσι αθρώπους.
Και στην παρέα πρώτος. Να πει την καλή του κουβέντα, να γελάσει, να πει το ριζίτικο του και μετά να σύρει και ντρέτα το ζάλο του.

Από την μέρα όμως που μπήκε στο σπιτικό του εκείνοσας ο λιγδιάρης ο παρατρεχάμενος του βουλευτή και του πε για τα κοπέλια του, πως μπορεί να τα διορίσει όπου θέλει άμα…, ο Στεφανοκουμής εσυννέφιασε.

Επροπάθιε στο δρόμο ζαλισμένος και σκεφτότανε τα κοπέλια του, τον Σήφη και τον Παναγή. Ήξερε την δύσκολη ζωή απου ‘χανε στο χωριό.  Αυτόν δεν τον ένοιαζε μήτε και το Λενιώ.  Τα κοπέλια του όμως;

Είπε το ναι ο Στεφανοκουμής.
Το ‘πε  στον λιγδιάρη και ο αναθεματισμένος τον κράτησε τον λόγο του. Έβόλεψε κατά πως υποσχέθηκε και τον Σήφη και τον Παναγή...

Από τότες, κάθε φορά που είχε εκλογές, ο Κουμής έτρεχε ξοπίσω από το βουλευτή.
Τον κράτησε κι αυτός το λόγο του.

Μα το Λενιώ όμως ανησυχούσε. Έβλεπε τον άντρα τσι πια, να περπατεί σαν τον γάτη. Μετά από λίγο καιρό τον έβλεπε και καμπούριαζε εξαιτίας της συνήθειας που απόκτησε  να σκύβει για να μην τονε βλέπουνε οι γνωστοί του. Ασπρίσανε τα μαλλιά του γρήγορα κι τ’ αστραφτερά του μάθια εξεθώριασαν.
Εσταμάτησε και τσι παρέες και καταγινόταν μόνο με τα χωράφια του.

Θαρρώ πως μου είπανε - δεν ξέρω αν είναι αλήθεια -  πως κάθε μέρα ο Στεφανοκουμής εμίκραινε μέχρι –λέει – που μια Κυριακή εγίνηκε σκόνη τόσο δα μικρή που την πήρε και την σκόρπισε ο αγέρας…

Το σίγουρο πάντως, γιατί ήμουνα εκεί, είναι πως στα σαράντα του Κουμή, οι γιοί του είχανε κάθε λογής κεράσματα για τον κόσμο που ήρθε στο μνημόσυνο. Στο κάτω – κάτω της γραφής, τα κοπέλια έπρεπε να τιμήσουνε τον πατέρα τους που τους έκανε αθρώπους..
 


Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 320 / Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018


Στην χώρα του Άδαλλε.




Η αλήθεια είναι πως στην χώρα του Άδαλλε υπήρχε πάντα τάξη. Άσε τι λένε οι άλλοι πως εκεί ο καθένας κάνει του κεφαλιού του. Δεν συνέβαινε αυτό σε εκείνη την  χώρα.

Οι πολίτες συνεργαζόταν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν το ένα και μοναδικό τους πολύτιμο δικαίωμα. Είχαν και κάποια άλλα, μα το δικαίωμα να κοιμούνται, ήταν όντως το πλέον πολύτιμό τους. Για να το διατηρήσουν είχαν στήσει μηχανισμό περίτεχνο και εντυπωσιακό !!  

Μην ακούτε τους άλλους που μιλούν για το αντίθετο.
Δεν ξέρουν.

Η αλήθεια είναι πως ο ύπνος,  τους ήταν πολύ χρήσιμος. Ο ανήμπορος λαός  δεν είχε άλλην ελπίδα πέραν απ’ αυτήν του να ονειρεύεται. Σε άλλες χώρες που οι πολίτες είχαν την δυνατότητα για κάτι καλύτερο δεν είχαν ανάγκη να κοιμούνται για να ονειρεύονται παρά μονάχα για να ξεκουραστούν. Στην χώρα όμως του Άδαλλε οι πολίτες κοιμόντουσαν πρωτίστως για λόγους επιβίωσης. Τούτο μάλιστα ήταν μια συνήθεια που επαναλαμβανόταν αδιάλειπτα εκατοντάδες χρόνια τώρα.

Όποιος προσπαθούσε να τους ξυπνήσει ήταν αυτομάτως εχθρός τους. Όμως όπως είπαμε οι πολίτες της χώρας αυτής ήταν πολύ οργανωμένοι. Όλους αυτούς τους έξυπνους τους ξεπάστρευε τον έναν μετά τον άλλον μέσω του μηχανισμού που προαναφέραμε. Αυτού ντε, του περίτεχνου και εντυπωσιακού…

Κακή τύχη είχαν και εκείνοι που δεν τους έπαιρνε ο ύπνος.
Έκαναν πολύ φασαρία.
Θυμούμαι προχθές που πήρανε τον Λάμπη και τον πέταξαν στο φαράγγι.


Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 319 / Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018


Dance Me to the End of Love.



Ανέβαλε συνεχώς την κίνηση κρύβοντας το βλέμμα του.
Μα τώρα, μετά από πολλές προσπάθειες, δεν δίστασε και την πλησίασε.

-          Χορεύετε;

Παύση κάπου επτά ώρες, ίσως και παραπάνω…
Έτσι τουλάχιστον του φάνηκε…

Τα μάτια της χαμογέλασαν.

Τώρα πια, στον ώμο του, ακουμπά τ’ όνειρο.
Στροβιλίζει τ’ άρωμα της κι αδειάζει τον χώρο.

Μόνοι τους με τόσο κόσμο γύρω τους. Που πήγαν όλοι;

Καιγόταν τα μάγουλα του στα μαλλιά της. Έσβηναν με τον ιδρώτα του. 
Στροβίλιζαν οι κινήσεις τους, δίπλωνε και ξεδίπλωνε στην αγκαλιά του.

Πέρασαν τόσα χρόνια μέσα σε κείνα τα λεπτά, και το τραγούδι έφτανε στο τέλος του. Κι ίσως και πιο πέρα. Στο τέλος της αγάπης;

Όσοι  ήξεραν του χαμογελούσαν κάθε φορά που τον συναντούσαν στο δρόμο.
Δεν τον παρεξηγούσαν που τραγουδούσε μόνος του:

Dance Me to the End of Love…

Όσοι δεν ήξεραν, λάμβαναν αποστάσεις ασφαλείας.

Dance Me to the End of Love….

Μια φορά μονάχα σταμάτησε ο Γιάννης να τραγουδά και τα θολά του μάτια γίνηκαν πάλι λαμπερά..

Κάτι είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο…
Μα σαν εκείνο χάθηκε, συνέχισε να χαμογελά στις νεραντζιές  και να σιγοτραγουδά:

Dance Me to the End of Love…


Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 318 / Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018


Δέκα χρόνια με την κληρονομιά του Γιώργη Μανουσάκη.


Επί ευκαιρίας της πρόσφατης - απόλυτα επιτυχημένης - εκδήλωσης για τα δέκα χρόνια από το θάνατο του σπουδαίου Χανιώτη ποιητή και πεζογράφου Γιώργη Μανουσάκη, θα ήθελα να παραθέσω την προσωπική μου αίσθηση σαν αγγίζω την λογοτεχνική του κληρονομιά.
Κατ’ αρχάς, η σχέση μου με τα γραπτά του συγκεκριμένου ποιητή μου θυμίζει εκείνη την βόλτα εντός των μεσαιωνικών τειχών της  παλιάς πόλης της Ρόδου στην οδό Σωκράτους,  νότια παράλληλη της οδού των Ιπποτών. Σε εκείνη την οδό υπάρχει ένας καταπληκτικός καφενές και καθώς περνούσα - τότε στα χρόνια της θητείας μου -  κάθισα να απολαύσω έναν καφέ  και την ομορφιά του χώρου.
Όμως, λίγο μετά την παραγγελιά, ένιωσα μια περίεργη αναστάτωση με εκείνον τον χώρο. Το βλέμμα μου παρατηρούσε με ανησυχία το εσωτερικό του καφενέ, το ψηφιδωτό πάτωμα με τα μικρά βότσαλα και τα περίτεχνα σχέδια, την ξύλινη τοξωτή είσοδο με τα σκαλιστά φύλα, τους μικρούς πολυέλαιους με τα κεριά, τα δεκάδες μεταλλικά και κεραμικά συμπράγκαλα  που ήταν αναρτημένα στους τοίχους.
Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά.
Τα ξανακοιτούσα ξανά και ξανά μέχρι που έκπληκτος διαπίστωσα πως ο χώρος ήταν εκείνος που είχα ζωγραφίσει από μια καρτ ποστάλ πριν δύο χρόνια !
Ε ναι  λοιπόν !! Βρισκόμουν μέσα στην ζωγραφιά μου !!

Ακριβώς αυτό το συναίσθημα ένιωσα και με την γραφή του Γιώργη Μανουσάκη. Αυτό που αναζητούσα λογοτεχνικά, παρουσιάστηκε με την ποίηση του και προσφέρθηκε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να το βιώσω την πραγματική του διάσταση. Με έβαλε μέσα στην ποίηση και την  γραφή. Μου πρόσφερε ένα τραπεζάκι και μια καρέκλα, με κέρασε ένα καφέ και με άφησε να παρατηρώ το συναίσθημα από μέσα και τούτο ήταν τόσο συγκλονιστικό !

Δύο χαρακτηριστικά της γραφής του μόνον θα ήθελα να αναφέρω μια που η πίεση του χώρου  στην αρθρογραφία δεν μου επιτρέπει να παραθέσω το σύνολο των αξιοθαύμαστων σημείων  του έργου του.

Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι η ευθύτητα. Στην ποίηση και την πεζογραφία   του Γιώργη Μανουσάκη δεν κάνεις κύκλους για να φτάσεις στον στόχο. Δεν συμπεραίνεις δια μέσω κάποιας λαβυρινθώδους διαδρομής. Δεν φτάνεις σε αδιέξοδα του «ίσως να εννοεί και αυτό».  Λαμβάνεις στο μέγιστο την ικανοποίηση ακριβώς όπως την λαμβάνει ένας τοξοβόλος τον οποίο τόσο ευχαριστεί να παρατηρεί το βέλος του να σκίζει τον αέρα με ευθύτητα και – ω τι ευτυχές – να βρίσκει  και τον στόχο.  Αντίθετα, ο τοξοβόλος,  δεν θα είχε την ίδια ικανοποίηση αν το βέλος του ήταν τηλεκατευθυνόμενο και μετά από δεκάδες στροφές και παρακάμψεις κατέληγε   έστω και στον στόχο, μ’ έναν τέτοιο τεχνητό τρόπο.

Ενδεικτικά των όσων προαναφέρθηκαν θα ήθελα να παραθέσω τρία τμήματα της γραφής του :

«Τα Ρολόγια» από την ποιητική συλλογή «Χώροι Αναπνοής», εκδ. Πρόσπερος (1988):

Τα ρολόγια.

«Σταμάτησε στο σπίτι του όλα τα ρολόγια.
Σκέψη τρελή ενός γέρου που φαντάστηκε
πως θ’ αποκοίμιζε το χρόνο αν έπαυε να τον μετρά.
Ξέχασε πως το σώμα του
ήτανε το ρολόι που λειτουργούσε
με την μεγαλύτερη ακρίβεια.
Κι έδειχνε κιόλας παρά πέντε.»


Ομοίως στο « Η Βοή της Πόλης» από την συλλογή τριάντα δύο μικρών πεζών  «Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα»», εκδ. «Οι εκδόσεις των Φίλων» (1999):

Η βοή της πόλης.

«Αυτός ο ακατάπαυστος βόμβος, που ανεβαίνει από την κίνηση του δρόμου,  είν’ ο σφυγμός από τις αρτηρίες της πόλης.
 Ακούγεται νυχτοήμερα, μονότονος (…), καθησυχαστικός  μέσα από την έντασή του, βεβαιώνοντας ότι η ζωή συνεχίζεται το ίδιο πάντα τερατώδης κι απάνθρωπη, (…).

Ένα βράδυ τούτος ο θόρυβος κόπηκε ξαφνικά, ποιος ξέρει για ποιόν λόγο. (..)
Τινάχτηκα, περιχυμένος από κρύον ιδρώτα, με την αίσθηση του πνιγμού, (…).

Ευτυχώς το βουητό ξανάρχισε και μ’ανακούφιση έγειρα πάλι στο κρεβάτι μου. Η ζωή συνεχιζόταν»

Τέλος ας κάνουμε αναφορά και στο «Αόρατο Εργόχειρο»  από τα  ανέκδοτα ποιήματα του Γ. Μανουσάκη: «Τα ποιήματα 1967-2007» Εκδόσεις Γαβριηλίδης.


Αόρατο εργόχειρο.

«Τα δάχτυλα κινούνται στον αέρα με μιαν απίστευτη πιτηδειοσύνη.
Αναρωτιέσαι μην έχεις μπρος σου μια μεγάλη ηθοποιό που με λεπτότητα κι ευγένεια μιμείται τις κινήσεις του πλεξίματος.
Το βελονάκι δουλεύει αόρατο στα δάκτυλα της.

Κάποτε σταματά. Διπλώνει το πλεκτό.
« Βράδιασε. Αύριο πάλι πρώτα ο Θεός…»

Κάθετε λίγο με τα χέρια σταυρωμένα:
«Παράξενο μου φαίνεται που ακόμη δεν ήρθε ο «κύριος» μου να με πάρει…»

Λίγο πιο κει, ο πιο γέρος της παρέας Χώνει το πρόσωπό στα δύο του χέρια:
«Λες και δε ζήσαμε μαζί πενήντα χρόνια…..»



Το δεύτερο χαρακτηριστικό που θα ήθελα να αναφέρω είναι η αποδόμηση των φοβιών και ιδιαιτέρως του φόβου στον θάνατο.
Στην πραγματικότητα καταφέρνει μέσα από την γραφή του να αφαιρέσει από τους τρομακτικούς φόβους μας τις πανοπλίες τους και να τους φέρει μπροστά μας, γυμνούς, όπως και εμείς.
Τούτο βέβαια δεν σημαίνει πως αφαιρώντας την πανοπλία των φοβιών μας τους κάνει ανίσχυρους. Όμως έχοντας απέναντι μας τον φόβο χωρίς την πανοπλία του τον αντιμετωπίζουμε χωρίς τρόμο. Κάποιους μπορούμε και να τους νικήσουμε. Κάποιοι άλλοι είναι ανίκητοι, όπως ο θάνατος, μα η τελική μάχη δεν θα γίνει υπό το ψυχοφθόρο καθεστώς του τρόμου το οποίο συχνά οδηγεί και σε πρόωρη κατάρρευση. Άλλωστε όταν αφαιρείς από τους φόβους την πανοπλία τους στην ουσία τους περιορίζεις την επιθετική – πολεμική τους ορμή. Τους ηρεμείς..
Τούτα τα συμπεράσματα έβγαλα από τις λογοτεχνικές αναφορές του Γιώργη Μανουσάκη στους φόβους μας και ιδιαίτερα στον θάνατο.
Πως όμως να σας παρουσιάσω ενδεικτικά κείμενα του, όταν το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την συνολική ανάγνωση των αναφορών του; Ίσα – ίσα θα μπορούσα να πω πως, για έναν περίεργο λόγο, η αποσπασματική ανάγνωση των ποιημάτων του, όσο αφορά το δεύτερο χαρακτηριστικό που πραγματευόμαστε,  μπορούν να οδηγήσουν στην αντίστροφη και λανθασμένη εντύπωση ενός φοβικού συνδρόμου.
Έτσι, αντί να σας παρουσιάσω ενδεικτικά για το θέμα αυτό κάποια ποιήματα ή πεζά του γραπτά θα σας παραθέσω τμήματα από τον επίλογο που έγραψε ο ίδιος ο Γιώργης Μανουσάκης στην συλλογή των τριάντα δύο μικρών πεζών «Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα» (Εκδ. «Οι εκδόσεις των φίλων» (1999) με τον τίτλο «Δύο λόγια που ίσως δεν είναι κι αναγκαία» :

Δύο λόγια που ίσως δεν είναι αναγκαία.

«Όλοι έχουμε το σκοτεινό μας υπόγειο. Πολλοί, μακάριοι αγνοούν την ύπαρξη του. Άλλοι την υποψιάζονται ή και τη γνωρίζουν και προσπαθούν, σ’ όλη τους την ζωή, να κρατούνε κλειστή την καταπαχτή που οδηγεί σε αυτό.
Κάποτε βέβαια, μην αντέχοντας άλλο την εσωτερική πίεση, η καταπαχτή ανοίγει απότομα, σαν από έκρηξη, κι οι αφελείς κι οι ανυποψίαστοι βλέπουν κατάπληχτοι τον κόσμο των τεράτων που βγαίνουν στο φως.
[Τούτα] (..) δεν είναι παιγνίδια μιας γόνιμης αλλ’ αρρωστημένης φαντασίας, ούτε πρόθεση εντυπωσιασμού μεσ΄ από εικόνες και σκηνές παράλογες, εφιαλτικές ή μακάβριες. Είναι η μορφές που πήρανε, για να ξεφύγουν από την από την πιεστική αστυνόμευση της λογικής, [από] ανασφάλειες, αδιέξοδα, φόβους κι ενοχές, απραγματοποίητες επιθυμίες που κακοφόρμισαν (…).
Τα βγάζω στην επιφάνεια για να πάρουνε λίγο αέρα, όχι για ν’ απαλλαγώ απ’ αυτά, αφού πάντα ξαναγυρίζουν που είχανε συνηθίσει να ζούνε, μόνον για να τους δείξω κάποιαν οικειότητα, ώστε να ημερέψουν όσο είναι δυνατόν, να μη μου δείχνανε τόσο συχνά τα νύχια τους.»


          Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 317 / Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018


Τα τρία δευτερόλεπτα.



Ήταν ένα μυστικό που δεν το είχε εκμυστηρευθεί σε κανένα.
Πώς να το πράξει άλλωστε αφού, αν το έλεγε, το πρώτο πράγμα που θα του πρότειναν θα ήταν να πάει να κοιτάξει κανένα ψυχίατρο.

            Άσε που δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να πει και τον τρόπο που ανακάλυψε πως είχε αυτήν την υπερφυσική δυνατότητα δηλαδή, να γίνεται αόρατος και να ίπταται χωρίς καμία δυσκολία.

            Ο Μανιός πάντα ήταν αδύναμος χαρακτήρας. Δεν άντεχε την μεγάλη πίεση και τα προβλήματα και μέσα στις όποιες δυσκολίες του, έκανε το απονενοημένο εκείνο το βράδυ. Βγήκε στο μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου της οδού Βορρά και πήδηξε. Κατά την πτώση του, στην ανέλπιστη προσπάθεια των νευρώνων του εγκεφάλου του για επιβίωση, προτάθηκε το στήθος, ορθώθηκαν οι ώμοι, άνοιξε τα χέρια του και ανέβασε το πηγούνι του ψηλά !

Πετούσε !!
Μα το Θεό πετούσε !!
Δεν πίστευε στα μάτια του !!

Διέσχιζε τους δρόμους στο ύψος της κορυφής των δένδρων περίπου στο ύψος του τρίτου ορόφου  των πολυκατοικιών, χωρίς καμία δυσκολία και χωρίς να τρομάζει κάποιους από τους περιπατητές, άρα ήταν σίγουρος πως δεν τον έβλεπαν !!

Άγγιξε το έδαφος με άνεση στην συμβολή των οδών Βυζάντιου και Μάρτενς και αμέσως ψηλάφιζε  το σώμα του να δει αν όλο τούτο ήταν αληθινό.

 Μια κυρία τον ρώτησε αν ήταν καλά..
Άρα τον έβλεπε !! Όταν πατούσε στο έδαφος ήταν ορατός !

Από τότε ο Μανιός, έκανε συχνές εναέριες βόλτες και η ζωή του άλλαξε. Έβλεπε τον κόσμο αλλιώς, γιατί από εκεί μελετούσε την προσπάθεια που κατέβαλαν καθημερινά οι άνθρωποι για την επιβίωσή τους. Συχνά ακολουθούσε γνωστούς του που νόμιζε πως είχαν άνετη ζωή, αλλά έβλεπε τελικά πως όλοι είχαν το δικό τους γολγοθά ν’ αντιμετωπίσουν. Έβλεπε πως παρόλο τα προβλήματα τους, είχαν το αποκούμπι των δικών τους ανθρώπων, είχαν τα παιδιά τους, είχαν τέλος πάντων μια ζεστή αγκαλιά που τους επέστρεφε στο χαμόγελο. 

Συνειδητοποίησε τι ανοησία, πήγε να κάνει εκείνο το βράδυ, και πως η τύχη με την υπερφυσική του δυνατότητα κυριολεκτικά τον έσωσε  την τελευταία στιγμή.

Εκεί λοιπόν που ο Μανιός βρισκόταν πριν στο αδιέξοδο, τώρα βάλθηκε να βοηθά όσους μπορούσε! Μάθαινε τα προβλήματα τους μέσα από την ιπτάμενη παρακολούθηση και μετά τους πλησίαζε δίδοντας τους συμβουλές, λέγοντας τους πόσο όμορφη είναι η ζωή και μαρτυρώντας τους,  όμορφα κρυφά μέρη, κοντά στην πόλη, που είχε βρει κατά τις  ασταμάτητη εναέρια του παρακολούθηση.

Τρομακτικός θόρυβος.

Θρύψαλα κόκαλα,  σάρκα σκορπισμένη στο πεζοδρόμιο της οδού Βορρά,  σε μια λίμνη αίματος το άψυχο κορμί του Μανιού …

Μα πως είναι δυνατόν όλα αυτά που έδωσαν λύση στα προβλήματα του, να τα  σκέφτηκε τελικά στα τρία δευτερόλεπτα της πτώσης του;
Πως χώρεσαν όλα αυτά σε τρία δευτερόλεπτα;
Τόσα χρόνια ζωής πριν, τόσες ημέρες, τόσες ώρες - αλίμονο-  δεν έβρισκε  τον χρόνο να τα σκεφτεί;
Κι η μάνα του;


          Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 316 / Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Στο Φωτακαδιανό Σχολειό





Ετούτο το Σάββατο μαζεύτηκαν οι Φωτακαδιανοί στο παλιό μας σχολειό, να πιούνε ένα κρασί, να πούνε μια κουβέντα, να κόψουν την πίτα τους.

Σε ανάρρωση ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου δεν κατάφερα να πάω, μα έμαθα πως γέμισε η αίθουσα απ’ όλες τις γειτονιές του χωριού  και τούτο μου ήταν τόσο, μα τόσο ευχάριστο !!

Τα χωριανάκια που πήραν στην πλάτη τους την εκδήλωση πέτυχαν ένα άριστο αποτέλεσμα και τους αξίζει ένα μεγάλο μπράβο. 
Μα και οι ίδιοι οι χωριανοί μπορεί να είναι λίγοι και να χωρούν ίσα - ίσα σε μια αίθουσα, αλλά γνωρίζουν την σπουδαιότητα της κοινωνικότητας, αίσθημα που καθημερινά καταρρέει στις πόλεις της ατομικότητας και της αποξένωσης.  Πως λοιπόν να μην τους αναλογούν και σε αυτούς τα ανάλογα εύσημα.

Η  αλήθεια όμως είναι πως δεν βοήθησε σε τούτο το όμορφο αποτέλεσμα μόνον ο κόπος των διοργανωτών και η παρουσία των χωριανών μας.

Βοήθησε εντελώς απρόσμενα και το ίδιο το κτήριο που έγινε η συνάντηση.
Ναι…
Βοήθησε το παλιό μας το σχολειό, αυτό που  αρκετοί από τους παρευρισκόμενους ή τα παιδιά τους,  έμαθαν τα πρώτα τους γράμματα…
Αυτό το παλιό λοιπόν σχολείο δεν έχασε την ευκαιρία.
Ψιθύρισε στενοχωρημένο σε έναν - έναν τους χωριανούς μήπως ξέρουν που πήγαν τα θρανία που είχε, μήπως ξέρουν που πήγαν οι κορνίζες των αγωνιστών του ’21 που περιστοίχιζαν τους τοίχους κοντά στο ύψος του ταβανιού. Μήπως ξέρουν που πήγαν οι χάρτες και οι κιμωλίες…

Η μεγαλύτερη του επιμονή ήταν για το που πήγε εκείνη η θεατρική σκηνή που ήταν απ’ άκρη σ’ άκρη στον απέναντι τοίχο της εισόδου.  Επέμενε γιατί  – λέει - αν είχαμε  εκείνη την σκηνή  θα μπορούσαμε τώρα ν’ ανέβουμε από τα πίσω πλαϊνά σκαλιά της και χωρίς να σύρουμε το κορδόνι της αυλαίας, να κοιτάξουμε κρυφά ανάμεσα στις κουρτίνες. 
Από εκεί, μας είπε, πως δεν θα βλέπαμε τους χωριανούς που ήρθαν σήμερα, μα εικόνες τριάντα και σαράντα χρόνια πίσω.  Θα βλέπαμε τους ίδιους χωριανούς, με ξεκούραστα πρόσωπα,  χωρίς ρυτίδες και άσπρα μαλλιά, που καθόταν στα θρανία για να δουν τα κοπέλια τους να  παίζουν τα θεατρικά που τους είχε βάλει ο δάσκαλος ή να απαγγέλουν ποιήματα.
Θα βλέπαμε  γιαγιάδες και παππούδες που έχουν φύγει, ίσως και γονείς ή ακόμα και συμμαθητές που τους χάσαμε άδικα.  
Θα τους βλέπαμε από εκείνη την χαραμάδα όλους χαρούμενους με καμάρι να κοιτάζουν την όμορφη γιορτή και να μας φωνάζουν:

-          Μην μας ξεχάσετε..
-          Μην ξεχάσετε το χωριό.

Και εμείς πώς να ξεχάσουμε την παραγγελιά του σχολειού.
Πώς να  ξεχάσουμε τις ρίζες μας…
Πως να μην ξεχάσουμε το χωριό μας…


Υ.Γ. Το Φωτακάδο είναι ο Ριόλος, η Αγρελιά ή και όποιο άλλο χωριό της καρδιάς σας.

          Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος

Άρθρο υπ’ αρ. 315 / Κυριακή 04 Φεβρουαρίου 2018 

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018




Έσφιξε τα  χείλη του ο Μανιός, ανέβασε το πηγούνι του  ακριβώς τέσσερα εκατοστά, τα φρύδια του δύο,  και κατευθύνθηκε στην αίθουσα του πολυτελούς εστιατορίου Le Miroir du Monde.
Με την  άσπρη πετσέτα επιμελώς ριγμένη στο δεξί του χέρι, και με το παπιγιόν σε μηδενική κλίση ρώτησε :
- Παρακαλώ κύριε Λιβέρη ! Είστε έτοιμος ή μήπως επιθυμείται να παραγγέλλεται αργότερα;
- Όχι νεαρέ, σημείωσε το γνωστό.
- Ριζότο με αχινό και φουά γκρα μαγειρεμένο σε σκεύος shabu-shabu κ Λιβέρη;
            - Ακριβώς αυτό !, και συνέχισε την παραγγελία του…

Η αλήθεια ήταν πως εκείνον τον αστραφτερό χώρο, επισκέπτονταν σχεδόν το σύνολο των υψηλά ιστάμενων της πόλης. Μεγάλες συμφωνίες, απίστευτες διαπλοκές διαδραματιζόταν σε τούτη εδώ την αίθουσα και ο Μανιός βρισκόταν σε συνεχή εγρήγορση για την διατήρηση της ισορροπίας που απαιτούσε ο χώρος αυτός. Το τιμούσε δηλαδή το μεροκάματο του και μάλιστα υπέρ το δέοντος.

Μετά την παραγγελία του κ Λιβέρη κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, χώρος αντίθετος μ’ εκείνον της αίθουσας εστίασης.  Στριμωγμένος εξοπλισμός, σκοτεινά πρόσωπα με κρεμάμενα χείλη από την κούραση.  Ξεπέρασε τον Μοχάμεντ και τον Λιν πέρασε δίπλα από τα κιβώτια και έφτασε στο αποθηκάκι.
Η Μαιρούλα δεν δούλευε.
Καθημένη σε ένα από τα τσουβάλια με τις πατάτες κρατούσε το κεφάλι της και κοίταζε το κοκκινόχωμα στο άσπρο πλακάκι.
Ο Μανιός ήξερε το μαράζι της και την ακούμπησε την πλάτη προσπαθώντας να της δώσει θάρρος.
- Μαιρούλα, όλα θα πάνε καλά, μην στεναχωριέσαι. Θα γίνει καλά το παιδί. Θα βρεθούν τα χρήματα. Να δεις που θα γίνει καλά το παιδί..
Αυτή, σήκωσε το βλέμμα της προς τον Μανιό και κίνησε δεξιά - αριστερά το κεφάλι της με εμφανή την απογοήτευσή της. 
-  Αυτός ο Λιβέρης, ο γιατρός, μου είπε πως δεν μπορεί να κάνει κάτι αν δεν μαζευτούν τα χρήματα… Και τα χρήματα είναι πολλά για μένα…. Που θα τα βρω; 
-  Ο Λιβέρης είναι ο γιατρός; , είπε έκπληκτος ο Μανιός;
- Αυτός … Αυτός..

Την αγκάλιασε και έφυγε αποφασισμένος να μιλήσει στον γιατρό. Τόσες φορές έχουν συναντηθεί στην αίθουσα, δεν μπορεί να μην δεχθεί να τον ακούσει.

Πέρασε τον χώρο της κουζίνας και μόλις έκανε το βήμα του προς την αστραφτερή αίθουσα, ξαφνικά, το πηγούνι του ανέβηκε αυτόματα ακριβώς στα τέσσερα εκατοστά και τα φρύδια του στα δύο. Βρέθηκε η άσπρη πετσέτα στο δεξί του χέρι και το παπιγιόν του επανήλθε στην μηδενική του κλήση.

Σάστισε.
Γύρισε στην κουζίνα.
Ξαναπροσπάθησε να μπει στην αίθουσα.

Ξανά σηκώθηκε το πηγούνι του αυτόματα στα τέσσερα εκατοστά.

Στην τρίτη του  προσπάθεια ο Μανιός, την ξέχασε την Μαιρούλα…


          Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος

Άρθρο υπ’ αρ. 314/ Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018 


Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018




Στην άκρη του χωριού, πριν από το ρέμα με τις καστανιές,  το έδαφος έκανε πολλά σκέρτσα. Ότι πρέπει για να παίξουν, για πολλαπλή φορά, κρυφτό ο Βασίλης με την Ελένη !
Μπορεί η μικρή να ήταν δύο χρόνια μικρότερη αλλά σπάνια κατάφερνε να  την νικήσει ο δωδεκάχρονος Βασίλης. Κρυβόταν στα πιο απίστευτα μέρη και η αλήθεια είναι πως η ανατολική πλευρά του χωριού ήταν ιδανική για τέτοιες κρυψώνες !!  Την φτούκα την έκανε συνέχεια ο Βασίλης ή στο πετρότοιχο του  Πρεκατσοσήφη ή σε κάποια από κείνες τις μεγάλες βελανιδιές.
Ανορθόδοξα η Ελένη  ήθελε μόνο να κρύβεται…

Η αλήθεια είναι πως ο ερχομός της στο χωρίο, στο σπίτι της γιαγιάς της, ήταν όνειρο για ένα κορίτσι της πόλης. Η γειτονιά δεν είχε πολλά παιδιά αλλά ο Βασιλάκης ήταν γι’ αυτήν η θάλασσα του καλοκαιριού της. 
    
Αυτή τη φορά όμως ο Βασίλης ανησύχησε. Πουθενά η Ελένη και είναι πάνω από είκοσι λεπτά που την ψάχνει.
Φοβήθηκε.
Το μυαλό του πήγε στο ρέμα με τις καστανιές. Μήπως γλίστρησε στο απόκρημνο μέρος  άμαθη όπως ήταν;   Τρομαγμένος όπως κατηφόριζε την πλαγιά   άκουσε το γέλιο της στην κορφή του ρέματος !!
- Φτου ξελευτερία Βασίλη !!!, Φτου ξελευτερία  !!!, φώναξε και εμφανίσθηκε με τον ήλιο πίσω της να την ντύνει  σ’ ένα αστραφτερό φόντο...
Ο μικρός ξεφύσηξε από ανακούφιση και σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο με τα ματωμένα από τις καστανοκουβάρες χέρια του…

Κι ήταν το τελευταίο καλοκαίρι που την είδε….
Από όταν πέθανε η γιαγιά της, η Ελένη δεν ξαναήρθε στο χωριό…


Με τον εγγονό του ήταν και στην αναμονή ο μικρός έπιασε την κουβέντα με έναν μεσόκοπο κύριο στο απέναντι κάθισμα.
Δίπλα του, η μητέρα του, όπως είπε, ανέκφραστη στο καροτσάκι, εμ καρφωμένος το βλέμμα στο βάθος του διαδρόμου.
Όταν ο γιός της έκανε τις συστάσεις, ο  κυρ Βασίλης σάστισε.
Η Ελένη  δεν έδειξε καμία έκφραση και κράτησε σταθερά το βλέμμα της προς την ίδια κατεύθυνση.
Γιός και εγγονός, έπιασαν την ψιλή κουβέντα παράμερα…
- Καμία επαφή με το περιβάλλον, έλεγε ο γιός της, την ώρα που η Ελένη έχοντας σταθερό το βλέμμα στο βάθος του διαδρόμου, ψέλλισε «φτου ξελευτερία Βασίλη …»   
Ο Βασίλης με ογδόντα χρόνια στην πλάτη του,  ήταν ο μόνος που μπορούσε ν’ ακούσει το ψέλλισμα  εκείνου του κόσμου. Γιατί εξάλλου βούρκωσε;

          Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος

Άρθρο υπ’ αρ. 313/ Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018.

Σχόλια αναγνωστών:

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018


Η καταραμένη πολυκατοικία της οδού Μόρνου.




            Η πολυκατοικία αρκετό καιρό τώρα έτριζε συθέμελα και οι τοίχοι πλησίαζαν ο ένας τον άλλον. Οι ένοικοι είχαν συνηθίσει  το περίεργο αυτό φαινόμενο μα ουδέποτε λάμβαναν έστω και τα ελάχιστα μέτρα προστασίας. Αντίθετα το μόνο που ενδιέφερε τους περισσότερους, ήταν η επικείμενη μείωση της αξίας της περιουσίας τους.

            Ο Φαίδωνας είχε επισκεφτεί πολλές φορές τον μηχανικό του ο οποίος τον διαβεβαίωνε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα και πως όλα αυτά ήταν αδικαιολόγητοι φόβοι. Ιδίως, όταν του έκανε στο χαρτί υπολογισμούς σύμφωνα με τους οποίους η ιδιοκτησία του – εκείνο το δυαράκι του 4ου ορόφου – έχει τα ίδια χιλιοστά επί του οικοπέδου όπως ήταν και πριν αρχίσει αυτή η καταραμένη πολυκατοικία να συρρικνώνεται, τότε ήταν που ο Φαίδωνας ανακουφίστηκε.
            - Μειώνεται η επιφάνεια της δικής σου ιδιοκτησίας με την ίδια ταχύτητα που μειώνεται και των υπολοίπων. Άρα τα χιλιοστά παραμένουν σταθερά ! Επίσης δεν υπάρχει πρόβλημα στην στατικότητα του κτηρίου λόγω της ομοιόμορφης συρρίκνωσης όλων των διαμερισμάτων της! Προς τι ο φόβος σου λοιπόν;, του είπε ο μηχανικός.

            Το βράδυ ο Φαίδωνας ενημέρωσε και την Βίκυ.
            - Αν είναι έτσι τότε ας περιμένουμε με την ελπίδα να σταματήσουν οι τοίχοι να πλησιάζουν ο ένας τον άλλον ώστε να μείνει αρκετός χώρος για μας. Αυτό μονάχα. Τα υπόλοιπα διορθώνονται.
            Ξάπλωσαν κάπως ανακουφισμένοι έστω και αν, στον ύπνο τους, πάντα έκαναν τις κρυφές τους μετρήσεις, ελέγχοντας πόση απόσταση είχε μείνει μεταξύ του δυτικού τοίχου και της ντουλάπας του υπνοδωματίου.

            Οι λόγοι κατάρρευσης της πολυκατοικίας δύο χρόνια μετά οφειλόταν ακριβώς στο ότι τελικά δεν υπήρχε ισόρροπη συρρίκνωση των διαμερισμάτων ! Κάποια από αυτά, όπως του ξεχασμένου ακόμα και από τα παιδιά του Παυλή, συρρικνώνονταν πολύ πιο γρήγορα από τα υπόλοιπα.  Οι εφημερίδες έγραψαν - ίσως ήταν  και υπερβολές -, πως είχε κατέβει τόσο πολύ το ταβάνι στο υπνοδωμάτιο του που ίσα - ίσα, «γλίστρησε απ’ το κρεβάτι σκυφτός και βγήκε από την πόρτα του δωματίου του[1]».
            Η αλήθεια είναι πως είχαν όλοι τον χρόνο να προλάβουν να εκκενώσουν την πολυκατοικία της οδού Μόρνου και το κατάφεραν, πλην του άτυχου, μα και χοντροκέφαλου,  Λευτέρη.
            Πόσες φορές δεν του είπαν  να παρατήσει το διαμέρισμά του και να φύγει πριν να είναι αργά.
Αυτός εκεί.
Δεν του άλλαζες τα μυαλά. Έβαζε εμπόδιο στην σύγκλιση των τοίχων, δοκάρια και σκαλωσιές ο ανόητος, γιατί νόμιζε πως θα σταματήσει μονάχος του ολάκερο τον όγκο της πολυκατοικίας.  Ζητούσε βέβαια να πράξει το ίδιο έστω και ένας ένοικος, από την νότια πλευρά, ώστε να διατηρηθεί ισορροπία στην πίεση, μα τις ανόητες σκέψεις του ευτυχώς δεν την συμμερίστηκε κανείς.

Φοβάμαι πως και τούτη εδώ η πολυκατοικία θα έχει το ίδιο τέλος. Έχει περάσει μισός χρόνος και ήδη βλέπεις τις ρωγμές της μετακίνησης. Πρέπει να αποφασίσω γρήγορα τι θα κάνω.


          Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 312/ Κυριακή 07 Ιανουαρίου 2018.



[1] Γιώργης Μανουσάκης, «Το ταβάνι» - (1997). Το συγκεκριμένο ποίημα ήταν και πηγή έμπνευσης του παρόντος  πεζού κειμένου.