Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

9η μποτίλια στο πέλαγο, για μελέτη στον Γιώργη Μανουσάκη


 
"9η μποτίλια στο πέλαγο, για μελέτη στον Γιώργη Μανουσάκη"

O Εμφύλιος.

     Το θέμα του Εμφυλίου ήταν μέσα στις ποιητικές προσεγγίσεις του Γιώργη Μανουσάκη. Τέτοια και η αναφορά  στον τίτλο της συλλογής μικρών πεζών του: «Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα» [1].
     Ας περιγράψουμε πρώτα το συμβάν, το οποίο τον επηρέασε να δώσει αυτόν τον τίτλο, και έπειτα θα αναφερθούμε στο ποίημα «1947»[2] που σχετίζεται με αυτό.
     Αμέσως μετά, σύμφωνα με την κριτική ματιά της Μαρίνας Αρετάκη [3],  θα συγκρίνουμε την εμφάνιση του γεγονότος αυτού από μια άλλη αξιόλογη ποιήτρια, την Χανιώτισσα Βικτώρια Θεοδώρου. Η σύγκριση αυτή στοχεύει στην διαφορετική προσέγγιση του ιστορικού αυτού γεγονότος (σ.σ. του εμφυλίου) στην ποίηση του Γιώργη Μανουσάκη.
    
     Το αληθινό ιστορικό συμβάν διαδραματίστηκε στα χρόνια του Εμφυλίου, στην γέφυρα του Κλαδισού, όπως μπαίνουμε στα Χανιά από τα δυτικά δηλαδή από την Κίσσαμο.

     Εκεί οι χωροφύλακες, οι Μάϋδες έκοβαν τα κεφάλια των ανταρτών και τα έμπηγαν σε πασσάλους που είχαν στήσει στην γραμμή, στο δεξιό παραπέτο της γέφυρας, έτσι που να τα βλέπουν όλοι όσοι μπαίνανε στην πόλη από τη δυτική Κυδωνία, την Κίσσαμο και το Σέλινο…

     Ο Χανιώτης Μίκης Θεοδωράκης έχει αναφέρει: [4]
         
          « Μια ουρά από χωριάτες και χωριάτισσες κάπου διακόσια μέτρα μάκρος, είχε σχηματιστεί και βάδιζε αργά προς τον Κλαδισό. Εκεί είχαν κρεμάσει τον καπετάν Γιώργη, τον φόβο και τον τρόμο της Χωροφυλακής και γενικότερα των “εθνικών δυνάμεων” της περιοχής. Είχαν φτιάξει ένα είδος κρεμάστρας, με χοντρά κλαδιά από δέντρα κι από εκεί κρέμονταν σαν σφαχτάρια οι σκοτωμένοι αντάρτες και αντάρτισσες. Τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, όλοι όσοι έμπαιναν κι όσοι έβγαιναν από τα Χανιά και που θα περνούσαν υποχρεωτικά τη γέφυρα, θα έπρεπε να παρελάσουν μπροστά στους κρεμασμένους για “να δουν”. Πλάι στον καπετάν-Γιώργη είχαν κρεμασμένη τη Δασκάλα- έτσι ήταν το αντάρτικο ψευδώνυμό της.(μάλλον η Βαγγελιώ Κλάδου) Αυτή την είχαν κρεμάσει ανάποδα. Έτσι που φαίνονταν η μαύρη κιλότα της. Η άσπρη κοιλιά της και ο αφαλός της που είχε τριχίτσες. Τα δυο βυζιά της είχαν πέσει στους ώμους απ’ τις δυο πλευρές του προσώπου που ήταν παράξενο να το βλέπεις ανάποδα. Είχε τα μάτια ολάνοιχτα, μαύρο χρώμα. Κάτασπρη κόρη. Κι όπως σε κοίταζαν ανάποδα, σου έρχονταν να οπισθοχωρήσεις, αυθόρμητα. Σαν να σε πρόσταζαν: “Τι κάθεσαι προχώρα!” Πιο πέρα, άλλοι δυο αντάρτες κρεμασμένοι κανονικά. Δυο παιδιά θα λεγες δεκαέξι χρονών το πολύ. Ο ένας χαμογελούσε. Όμως και οι δύο είχαν πολλές και βαθιές πληγές από όπου έσταζε αίμα. Σημάδι ότι τα βασάνισαν και τα σκότωσαν εκείνο το πρωί. Πλάι στον κάθε κρεμασμένο δεξιά ζερβά ήταν τοποθετημένοι στρατιώτες με πλήρη εξάρτυση. Άλλοι είχαν ύφος αδιάφορο κι άλλοι φάνηκαν θλιμμένοι. Όμως οι περισσότεροι κοίταγαν καλά στα μάτια όσους περνούσαν από μπροστά σαν να ήθελαν να μαντέψουν τι σκέπτονται. Οι πιο πολλοί, κυρίως χωριάτες κοίταζαν τους νεκρούς με τρόμο. Κάπου κάπου βρίσκονταν κανένας να βρίσει να φτύσει τους νεκρούς. Το έκαναν από φόβο ή από μίσος; Ο χωρικός που ήταν ακριβώς μπροστά μας, έσβησε το τσιγάρο του στον αφαλό της Δασκάλας. Μύρισε καμένο κρέας. Γέλασε με το κατόρθωμά του στον φρουρό, όμως αυτός τον αγριοκοίταξε. Καθώς περνούσα με την σειρά μου μπροστά στους σκοτωμένους σκεπτόμουν μονάχα μια λέξη “Εκδίκηση”.  Τίποτα άλλο.»

     Διαβάζουμε το ποίημα «1947» του Γιώργη Μανουσάκη για το θέμα:

1947

«Βαριά κορμιά ιδρωμένα
με στρίμωχναν και με ζουλούσαν
απ’ όλες τις μεριές. Κάποιοι
μιλούσαν αδιάκοπα. Άλλοι σιωπηλοί
ανάσαιναν μ’ ένα γοργό σφυριχτόν ήχο.
Πολλοί τεντώναν τους λαιμούς των
για να δουν. Εγώ
έβλεπα μόνο ουρανό.

«Θα τον κρεμάσουν, λεν, ανάποδα
από το στύλο του ηλεχτρικού».
«Θα μπήξουν σ’ ένα πάσαλο
το κομμένο κεφάλι»

Δεν ξέρω τι έγινε απ’ όλα τούτα.
Το κύμα των μεγάλων μ’ έσπρωχνε
μια εδώ μια εκεί. Το μόνο
που ‘βλεπα πάντα ήταν ο ουρανός.

Σα διαλύθηκε το πλήθος κοίταξα ολογύρω
όμως δεν είδα τίποτα απ΄  το θέαμα.
Πρόλαβα μόνο μια πλατειά κηλίδα αίμα
πριν ρίξει κάποιος χωροφύλακας επάνω της
μια φτυαριά ασβέστη.»

     Η Μαρίνα Αρετάκη στην μελέτη της[5]  αναφέρει:

       «Το θέαμα των αγριοτήτων του Εμφυλίου, η κεντρική σκηνή της ιστορίας, θα λέγαμε, μένει απρόσιτο για το παιδί που έχει ορατότητα μόνο προς τα πάνω (ουρανός) και προς τα κάτω (χώμα). Οι άλλοι – οι μεγάλοι – βλέπουν, ερμηνεύουν, παρασύρουν το παιδί (μια εδώ, μια εκεί), που γίνεται τελικά θεατής αυτού που μένει από την αποτρόπαια πλευρά της ιστορίας (μια πλατειά κηλίδα αίμα), η οποία με σπουδή καλύπτεται, αποσιωπάται, εξαφανίζεται (πριν ρίξει κάποιος χωροφύλακας επάνω της / μια φτυαριά ασβέστη).»

          Εδώ η Μαρίνα Αρετάκη ξεκινά την αντιπαραβολή του ποιητή με την συντοπίτισσα του,  ποιήτρια, Βικτωρία Θεοδώρου:

       «Είναι πιθανόν το μικρό παιδί αυτού του ποιήματος να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με την νεαρή κοπέλα στο «Παλιό τραγούδι» της Βικτωρίας Θεοδώρου, η οποία παρακολουθεί την διαπόμπευση του πτώματος μιας αντάρτισσας (πρόκειται για την ηρωίδα της Αντίστασης Μαρία – Βαγγέλα Κλάδου) στον Κλαδισό:


Παλιό Τραγούδι[6]

«Επάνω σε μια τάβλα την έχουν ξαπλωμένη
Τ’ άσπρα της χέρια       σέρνουνται στο χώμα, στα χαλίκια
σέρνεται κι η πλεξούδα της στη σκόνη
κι η φούντα της σαν σκούπα ολόχρυση το δρόμο καθαρίζει
και σκουπισμένο τον αφήνει απ’ τα’ αγκαθόξυλα
για να περνούν ξυπόλητοι και ποδεμένοι,
όσοι την παν νεκρή να την πομπέψουνε
στου Κλαδισού την ποταμιά.

Ήταν εκεί κι η μάνα μου κι άλλες μανάδες
όπου πρωί-πρωί τις σύρανε να δούνε τη ντροπή
να δούνε τι μας καρτερεί κι εμάς που ανταρτέψαμε
μα κείνες τήνε κλάψανε, και τη μοιρολογήσανε
την τρυφερή της παρθενιά σπαραχτικά εμαρτύρησαν
στις λυγαριές και στα πουλιά του ποταμού,
για θυγατέρα τους την ελογάριασαν.
Μα εκείνοι μανιασμένοι κι άσπλαχνοι
παίρνουν σπαθί και κόβουν το κεφάλι της
και σε κοντάρι το καρφώνουνε με την πλεξούδα
να σείεται στον αέρα και να γνέφει αδιάκοπα
κι η φούντα  της ολόχρυση να διώχνει τα πουλιά της φρίκης.

Περαστικός ας ήταν να τη δει τραγουδιστής
για να της πει τ’ αξέχαστο τραγούδι,
εγώ είμαι ένα μικρό πουλί μέσα στη καλαμιά
δεν τραγουδώ, δεν κλαίω, μόνο θυμίζω
σημάδι έχω τη φωλιά μου εδώ, δε φεύγω
μαζί με τ’ άλλα τα πουλιά για να ξεχειμωνιάσω.

     Η Μαρίνα Αρετάκη συνεχίζει:

           «Σε αντίθεση με το ποίημα του Μανουσάκη, όπου η θέαση καθίσταται αδύνατη, εδώ ο εξευτελισμός του πτώματος και η φρικιαστική συνήθεια (το κάρφωμα των κεφαλιών σε κοντάρια) γίνονται αντικείμενα περιγραφής.
          (…)
          Η Βικτωρία Θεοδώρου  ζει στη δίνη των ιστορικών γεγονότων που συμπαρασύρουν την ίδια αφού ανήκει στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που βιώνουν την εξορία (Χίος, Τρικέρι, Μακρόνησος, 1948-1952).
          Ο Μανουσάκης περιγράφει τον απόηχο της δράσης ή  αλλιώς, όπως έχει ειπωθεί: [7]:
          « η δεύτερη μεταπολεμική γενιά αισθάνθηκε αλληλέγγυα και συναισθηματικά πολύ κοντά με την πρώτη, με την διαφορά ότι η πρώτη, έστω και για λίγο, ανέβηκε στη σκηνή και έζησε έντονα το ρόλο του πρωταγωνιστή της ιστορίας..»

[1] Εκδόσεις των Φίλων, Τριάνταδύο μικρά πεζά  (1999)
[2] Πρώτη δημοσίευση με τίτλο «Ανάμνηση του  ’49» στο περ. Γράμματα και τέχνες (Δεκέμβριος 1983)
[3] «Ο ατελέσφορος εγκλεισμός – Μια απόπειρα προσέγγισης του ποιητικού κόσμου του Γ. Μανουσάκη» Περιοδικό Νέα Εστία Έτος 83ο, Τόμος 165ος, Τεύχος 1820, Μάρτιος 2009 σελ. 451)
[4] Απόσπασμα του αυτοβιογραφικού έργου του Μίκη Θεοδωράκη, Δρόμοι του Αρχάγγελου
[5] «Ο Ατελέσφορος εγκλεισμός» Περιοδικό Νέα Εστία, Έτος 83ο, Τόμος 165ος, Τεύχος 1820, Μάρτιος 2009.
[6] Βικτωρία Θεοδώρου. Από τη συλλογή Βορεινό προάστιο, 1966 (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008, σ.70-71)
[7] Γ. Αράκης ό.π. σελ.25
Επεξεργασμένο από ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ


 

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

323 Ο δημοσιογράφος.






Ο δημοσιογράφος.

Τον απασχολούσαν τόσα προβλήματα. Επόμενο ήταν ο αρχισυντάκτης, να προσπαθήσει  κάποια στιγμή να τον συνεφέρει.
- Πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο Μάρκο !  Ν’ αναζητήσεις θέματα που να ενδιαφέρουν τους αναγνώστες, του ‘λεγε συχνά – πυκνά.

            Μα ο Μάρκος, πνιγμένος στις έννοιες του, είχε χάσει τον βηματισμό του καιρό τώρα. Θεώρησε λοιπόν μοναδική ευκαιρία που του ανέθεσαν το αφιέρωμα εκείνου του μήνα.  Ήξερε πως θα έπρεπε να γυρίσει τον κόσμο άνω κάτω για να παρουσιάσει ένα θέμα που θα κεντρίσει το ενδιαφέρον. Μόνο έτσι  θ’ αναβίωνε την εμπιστοσύνη του αρχισυντάκτη. Μα για να  υπάρξει το ενδιαφέρον αυτό θα έπρεπε να συγκινήσει τους αναγνώστες !! Ναι αυτό έπρεπε  να κάνει !  Να συγκινήσει τους αναγνώστες !!

            Διαβάζοντας λοιπόν εκείνη την ημέρα, το αφιέρωμα που είχαν κάνει οι συνάδελφοι του με τα διατηρητέα κτήρια – έργα τέχνης της πόλης,  ένιωσε πως κάτι τέτοιο θα ήθελε να παρουσιάσει. Ένα θέμα που δεν θα άφηνε κανέναν ασυγκίνητο, που θα ανάγκαζε κάθε αναγνώστη να διαβάσει την ιστορία ενός κτηρίου που ενώ το συναντά κάθε μέρα μπροστά του και το θαυμάζει, δεν ήξερε τι κρύβονταν πίσω του…
            Στην προσεκτική ανάγνωση του αφιερώματος παρατήρησε ένα σημείο που τον οδήγησε να εμπνευστεί το θέμα του. Τα περισσότερα κτήρια που παρουσιαζόταν ήταν κτήρια πολιτικών ή τέλος πάντων υψηλά ιστάμενων της πόλης του. Πως άλλωστε θα ήταν τόσο πολυτελή και επιβλητικά. Μήπως αν παρουσίαζε την αντίθετη πλευρά θα προξενούσε την ίδια συγκίνηση;
            Ο Μάρκος ενθουσιάστηκε με την ιδέα.
Ήξερε πως δεν θα μπορούσε να αναφέρει ονόματα και ιδιοκτησίες, γιατί σε κανέναν δεν αρέσει να δείξει την φτώχια του, θα έψαχνε όμως ιστορίες δραματικές που θα κρύβονταν πίσω από τα φτωχόσπιτα που θα παρουσίαζε.
 Ναι αυτό θα έκανε !!
           
Η αλήθεια είναι πως αφιέρωσε απίστευτες ώρες αναζητώντας φτωχόσπιτα ερειπωμένα, σε κάθε γωνιά της πόλης.  Ρωτούσε τους γείτονες αν ξέρουν ιστορίες που να έχουν εκτυλιχθεί στα κτήρια αυτά και μάζευε μέρα με την μέρα, το απαιτούμενο υλικό για να συντάξει το αφιέρωμα που του ανέθεσαν.
            Κι όσο περισσότερο έψαχνε τόσο περισσότερο έκπληξη ένιωθε για τα απίστευτα γεγονότα που συνέλλεγε.  Οικογένειες με ζωή μαρτυρική, πόνος και λύπη γιόμιζε τις φωτογραφίες των ερειπωμένων κτηρίων που είχε μαζέψει. Η έντονη συναισθηματική του φόρτιση τον οδήγησε να φτάσει στα όρια τόσο της αντοχής του, όσο και της διορίας που του είχε δώσει ο αρχισυντάκτης για να παραδώσει το υλικό   στην εφημερίδα ! Σήμερα ήταν το τελευταίο βράδυ !
Ήταν φυσικό να αφιερώσει όλο το βράδυ στην σύνθεση κειμένων και φωτογραφιών. Στις 04:00 τα ξημερώματα η σύνθεση αυτή του ήταν περίπου όπως θα ήθελε. Εικοσιτέσσερις φωτογραφίες ερειπωμένων φτωχόσπιτων από κάθε γωνιά της πόλης συνδυάστηκαν με τις ιστορίες που τα σημάδεψαν και έφτιαξαν ένα αξιοπρεπέστατο τετρασέλιδο.
 Τοποθέτησε αυτά τα τέσσερα φύλλα στο μεγάλο τραπέζι και τα κοίταζε για πολύ ώρα.
Κι όμως κάτι τον ανησυχούσε.
Παρατηρούσε τις φωτογραφίες όπως τις είχε τοποθετήσει στο πλαίσιο της σελίδας και κοίταζε με προσοχή τα γράμματα των κειμένων.
Δεν διάβαζε το κείμενο, τα γράμματα κοίταζε.
Κάποια από αυτά του φαινόταν πως κινούνταν. Ειδικά εκείνα τα γράμματα στα σημεία που γινόταν λόγος για δραματικές ιστορίες των οικογενειών που κατοίκησαν σε κείνα τα ερείπια.. Δεν ήταν τρελός !! Έβλεπε τα γράμματα να κινούνται !   Και όχι μόνο κινούνταν, αλλά επέπλεαν από πραγματικά δάκρυα που ανέβλυζαν κάτω από τις λέξεις αυτές !
Τρόμαξε ο Μάρκος και ξανακοίταξε με προσοχή τα φύλλα αλλά το μόνο που διαπίστωσε είναι πως τα πράγματα  όλο και χειροτέρευαν.  Τα δάκρυα έγιναν περισσότερα και μετέφεραν όλο και περισσότερα γράμματα προς την βόρεια κατεύθυνση που έγερνε το τραπέζι.
 Έτρεξε  στο δίπλα δωμάτιο και έφερε χαρτοπετσέτες να τραβήξουν τα δάκρυα μ’ αυτά τελικά παρέσυραν και τις ίδιες τις χαρτοπετσέτες.
            Σαν είδε και τις φωτογραφίες να αποσυντίθενται σε πέτρες, πόνο και λύπη, και να κυλούν κι αυτές, με την βοήθεια των δακρύων, στην βόρεια πλευρά του τραπεζιού παράτησε κάθε προσπάθεια να σώσει την σύνθεση που είχε κάνει.
Έκατσε στην πολυθρόνα ξέπνοος και παρατηρούσε όλα αυτά να ρέουν στο πάτωμα και να κυλούν προς την πόρτα του κήπου.

Την  άλλη μέρα υπέβαλλε την παραίτηση του, διαμαρτυρόμενος για την ύπαρξη απροσδιόριστων εξωγενών παραγόντων που τον εμποδίζουν να παρουσιάσει την αλήθεια των πραγμάτων. 
Δεν περιέγραψε ποτέ εκείνους τους παράγοντες…


Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 323 / Κυριακή 17 Ιουνίου 2018


322 Στις κόκκινες παπαρούνες.



 


Στις κόκκινες παπαρούνες.

Πάει πολύς καιρός που η Μαρίνα έβλεπε όλα τα φύλλα των δέντρων καφέ. Κίτρινα το χορτάρια στα λυπημένα λιβάδια. Χειμώνες τα καλοκαίρια.  Καταμεσήμερα σκοτάδια χωρίς τ’ αστέρια τους.

Πώς να μην μπει μια μέρα στην βάρκα, ν’ ανοιχτεί στο πέλαγο.
Πώς να μην αφήσει το σώμα της, άπνοο, να βυθιστεί σε κείνα τ‘ ατάραχα γαλάζια νερά...

Κι όσο η Μαρίνα βυθιζόταν στα παγωμένα νερά,  τόσο το γαλάζιο γινόταν μπλε και το μπλε έδινε την θέση του σε κείνο το σκούρο χρώμα της αβύσσου…

Την ηρεμία εκείνης της βύθισης συντάραξε μονάχα εκείνο το ξαφνικό φως !

Τρόμαξε σαν το είδε να ανεβαίνει επιθετικά από το σκοτεινό βάθος της αβύσσου. Έλαμπε  σαν μετεωρίτης και ερχόταν ευθεία κατά πάνω της.  Σίγουρα θα την εμπόδιζε στην προαποφασισμένη  ελεύθερη  χωρίς επιστροφή κατάδυσή της…

Στο μέτρο μπροστά της τώρα ήταν όλο τόσο φωτεινά !! Και δεν ήταν μόνο φωτεινά  αλλά μπορούσε τώρα και διέκρινε πρόσωπα μέσα σε τούτη την περίεργη υποθαλάσσια λάμψη !! 
Οικεία πρόσωπα ! Την μάνα της να της χτενίζει τα μαλλιά,  τον κουρασμένο πατέρα της στην κορφή του τραπεζιού, το Δημήτρη, την Θάλεια… Μέχρι και το Σπίνο το κουταβάκι της έβλεπε να της κουνάει την ουρά και να της ζητά παιγνίδια !!

Κι όσο κυλούσε ο χρόνος τόσο τα πρόσωπα ερχόταν πιο κοντά της μέχρι που ένιωθε καθαρά και την ίδια τους την ανάσα.
Και όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα,  τόσο το φως γινόταν πιο έντονο και  πιο λαμπερό, μέχρι που έγινε εκείνη η έκρηξη που ξύπνησε την Μαρίνα.

Με τις πυτζάμες έτρεξε στο κατώγι κι αγκάλιασε την μάνα της και τον πατέρα της.
Θαρρώ με τις πυτζάμες της βγήκε στο καταπράσινο λιβάδι και κυλίστηκε με τον Σπίνο στις κόκκινες παπαρούνες.

  

Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 322 / Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Τρίτη 29 Μαΐου 2018

321 Η μια αρβύλα δεν είχε κορδόνια.







Τον Παντέλο δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί.

Περπατούσε στο δρόμο με κείνες τις γδαρμένες πέτσινες αρβύλες -  η μια θαρρώ πως δεν είχε κορδόνι – και τα καλόπαιδα του βάζανε τρικλοποδιές και γελούσαν μαζί του.

Και εκεί που περίμενες να θυμώσει τον έβλεπες να γελά κι αυτός ! Κι όσο πιο επίπονη ήταν η βουτιά του στα χώματα, τόσο  περισσότερο γελούσε ο καημένος..

Τον Παντέλο δεν τον αφήνανε σε χλωρό κλαρί.

Ακόμα και τα σκυλιά του δαγκώνανε τα ξελουριασμένα του παντελόνια και τον βολοσέρνανε.  Μέχρι  και χάμω τον είχανε ρίξει μια μέρα.  Είναι στιγμές που θαρρείς πως όλη η φύση συνηγορούσε εναντίον του  για να’ ναι μαύρη η ζωή του.

 Κι όμως όσο πιο πολύ ταλαιπωρούσαν τον Παντέλο τόσο εκείνος ξεκαρδιζόταν στα γέλια…

Μόνο ένα στραβό χνουδωτό γατί του τριβότανε στο παγκάκι της πλατείας. Πολλές φορές τον έβλεπα που καθόταν εκεί να ξαποστάσει και σε δύο λεπτά εμφανιζόταν το γατί κι του νιαούριζε !!  Άρχιζε αμέσως τα γουργουρίσματα  και χαϊδευόταν κάνοντας οχτάρια στις αρβύλες του.

Αυτό που μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον  δεν ήταν το γεγονός πως φαινόταν ότι μόνο εκείνο το πλάσμα τον αγαπούσε….  Όχι… Όχι… Το ακατανόητο ήταν πως ο Παντέλος δεν του χαμογελούσε ποτέ !!  Και όχι μόνο δεν του χαμογελούσε, όπως έκανε στους  τύραννους του, μα το μάλωνε συνεχώς.

-          Παράτα με βρωμόγατο !! του έλεγε και το κλωτσούσε να φύγει !!
 Το έκανε μια, το έκανε δύο το έκανε δεκάδες φορές.  Αν πεις πως έδειχνε κάποιο  ενδιαφέρον ήταν μονάχα πως το κλωτσούσε με προσοχή για να μην το πονέσει.

Έχει περάσει μπορεί και ένας μήνας από τότε που είδα την χάρτινη κούτα δίπλα στο παγκάκι. Μέσα ήταν τοποθετημένο το γατί, άπνοο πάνω σε κάτι αρβύλες.

Η μια αρβύλα δεν είχε κορδόνια.

Περίμενα να δω τον Παντέλο για να καταλάβω αν ήτανε οι δικές του αρβύλες μα ούτε γω τον ξανάδα στην γειτονιά μήτε και κείνα τα καλόπαιδα…
 


Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 321 / Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

320 Μια Κυριακή εγίνηκε σκόνη.


Μια Κυριακή εγίνηκε σκόνη.




Ο Στεφανοκουμής μπορεί να πλησίαζε τα πενήντα, μα όντε επροπάθιε έτριζεν ο τόπος. Φορούσε εκείνα τα βαριά τα στιβάνια, έστριβε και τη μουστάκα του και ήτανε ολάκερος μιαν εμορφιά.
Και δεν ήταν μονάχα η εμφάνιση του επιβλητική.
Όσοι τον γνωρίζανε στα Χανιά τονε θαύμαζαν και για την καθάρια ψυχή ντου.
Ντόμπρος ο Κουμής, πάντα ήτονε δίκαιος με ούλους τσι αθρώπους.
Και στην παρέα πρώτος. Να πει την καλή του κουβέντα, να γελάσει, να πει το ριζίτικο του και μετά να σύρει και ντρέτα το ζάλο του.

Από την μέρα όμως που μπήκε στο σπιτικό του εκείνοσας ο λιγδιάρης ο παρατρεχάμενος του βουλευτή και του πε για τα κοπέλια του, πως μπορεί να τα διορίσει όπου θέλει άμα…, ο Στεφανοκουμής εσυννέφιασε.

Επροπάθιε στο δρόμο ζαλισμένος και σκεφτότανε τα κοπέλια του, τον Σήφη και τον Παναγή. Ήξερε την δύσκολη ζωή απου ‘χανε στο χωριό.  Αυτόν δεν τον ένοιαζε μήτε και το Λενιώ.  Τα κοπέλια του όμως;

Είπε το ναι ο Στεφανοκουμής.
Το ‘πε  στον λιγδιάρη και ο αναθεματισμένος τον κράτησε τον λόγο του. Έβόλεψε κατά πως υποσχέθηκε και τον Σήφη και τον Παναγή...

Από τότες, κάθε φορά που είχε εκλογές, ο Κουμής έτρεχε ξοπίσω από το βουλευτή.
Τον κράτησε κι αυτός το λόγο του.

Μα το Λενιώ όμως ανησυχούσε. Έβλεπε τον άντρα τσι πια, να περπατεί σαν τον γάτη. Μετά από λίγο καιρό τον έβλεπε και καμπούριαζε εξαιτίας της συνήθειας που απόκτησε  να σκύβει για να μην τονε βλέπουνε οι γνωστοί του. Ασπρίσανε τα μαλλιά του γρήγορα κι τ’ αστραφτερά του μάθια εξεθώριασαν.
Εσταμάτησε και τσι παρέες και καταγινόταν μόνο με τα χωράφια του.

Θαρρώ πως μου είπανε - δεν ξέρω αν είναι αλήθεια -  πως κάθε μέρα ο Στεφανοκουμής εμίκραινε μέχρι –λέει – που μια Κυριακή εγίνηκε σκόνη τόσο δα μικρή που την πήρε και την σκόρπισε ο αγέρας…

Το σίγουρο πάντως, γιατί ήμουνα εκεί, είναι πως στα σαράντα του Κουμή, οι γιοί του είχανε κάθε λογής κεράσματα για τον κόσμο που ήρθε στο μνημόσυνο. Στο κάτω – κάτω της γραφής, τα κοπέλια έπρεπε να τιμήσουνε τον πατέρα τους που τους έκανε αθρώπους..
 


Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 320 / Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018


Στην χώρα του Άδαλλε.




Η αλήθεια είναι πως στην χώρα του Άδαλλε υπήρχε πάντα τάξη. Άσε τι λένε οι άλλοι πως εκεί ο καθένας κάνει του κεφαλιού του. Δεν συνέβαινε αυτό σε εκείνη την  χώρα.

Οι πολίτες συνεργαζόταν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν το ένα και μοναδικό τους πολύτιμο δικαίωμα. Είχαν και κάποια άλλα, μα το δικαίωμα να κοιμούνται, ήταν όντως το πλέον πολύτιμό τους. Για να το διατηρήσουν είχαν στήσει μηχανισμό περίτεχνο και εντυπωσιακό !!  

Μην ακούτε τους άλλους που μιλούν για το αντίθετο.
Δεν ξέρουν.

Η αλήθεια είναι πως ο ύπνος,  τους ήταν πολύ χρήσιμος. Ο ανήμπορος λαός  δεν είχε άλλην ελπίδα πέραν απ’ αυτήν του να ονειρεύεται. Σε άλλες χώρες που οι πολίτες είχαν την δυνατότητα για κάτι καλύτερο δεν είχαν ανάγκη να κοιμούνται για να ονειρεύονται παρά μονάχα για να ξεκουραστούν. Στην χώρα όμως του Άδαλλε οι πολίτες κοιμόντουσαν πρωτίστως για λόγους επιβίωσης. Τούτο μάλιστα ήταν μια συνήθεια που επαναλαμβανόταν αδιάλειπτα εκατοντάδες χρόνια τώρα.

Όποιος προσπαθούσε να τους ξυπνήσει ήταν αυτομάτως εχθρός τους. Όμως όπως είπαμε οι πολίτες της χώρας αυτής ήταν πολύ οργανωμένοι. Όλους αυτούς τους έξυπνους τους ξεπάστρευε τον έναν μετά τον άλλον μέσω του μηχανισμού που προαναφέραμε. Αυτού ντε, του περίτεχνου και εντυπωσιακού…

Κακή τύχη είχαν και εκείνοι που δεν τους έπαιρνε ο ύπνος.
Έκαναν πολύ φασαρία.
Θυμούμαι προχθές που πήρανε τον Λάμπη και τον πέταξαν στο φαράγγι.


Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 319 / Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018


Dance Me to the End of Love.



Ανέβαλε συνεχώς την κίνηση κρύβοντας το βλέμμα του.
Μα τώρα, μετά από πολλές προσπάθειες, δεν δίστασε και την πλησίασε.

-          Χορεύετε;

Παύση κάπου επτά ώρες, ίσως και παραπάνω…
Έτσι τουλάχιστον του φάνηκε…

Τα μάτια της χαμογέλασαν.

Τώρα πια, στον ώμο του, ακουμπά τ’ όνειρο.
Στροβιλίζει τ’ άρωμα της κι αδειάζει τον χώρο.

Μόνοι τους με τόσο κόσμο γύρω τους. Που πήγαν όλοι;

Καιγόταν τα μάγουλα του στα μαλλιά της. Έσβηναν με τον ιδρώτα του. 
Στροβίλιζαν οι κινήσεις τους, δίπλωνε και ξεδίπλωνε στην αγκαλιά του.

Πέρασαν τόσα χρόνια μέσα σε κείνα τα λεπτά, και το τραγούδι έφτανε στο τέλος του. Κι ίσως και πιο πέρα. Στο τέλος της αγάπης;

Όσοι  ήξεραν του χαμογελούσαν κάθε φορά που τον συναντούσαν στο δρόμο.
Δεν τον παρεξηγούσαν που τραγουδούσε μόνος του:

Dance Me to the End of Love…

Όσοι δεν ήξεραν, λάμβαναν αποστάσεις ασφαλείας.

Dance Me to the End of Love….

Μια φορά μονάχα σταμάτησε ο Γιάννης να τραγουδά και τα θολά του μάτια γίνηκαν πάλι λαμπερά..

Κάτι είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο…
Μα σαν εκείνο χάθηκε, συνέχισε να χαμογελά στις νεραντζιές  και να σιγοτραγουδά:

Dance Me to the End of Love…


Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 318 / Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018