Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017


            Οι νέοι υγιείς και δυνατοί κάποια στιγμή γερνούν και γίνονται αδύνατοι. Αργά η γρήγορα ο ουρανός ανοίγει διάπλατα για τους νεώτερους. Ο θάνατος είναι μια βέβαιη και καθημερινή στιγμή που κανείς δεν μπορεί ν’ αποφύγει.
            «Πάσα σαρξ ως ιμάτιον παλαιούται, η γαρ διαθήκη απ’ αιώνος, θανάτω αποθανή[1]», δηλαδή: «Κάθε άνθρωπος γερνάει, παλιώνει σαν το ρούχο, ο αιώνιος νόμος είναι να πεθαίνεις»
            Τούτο το θέμα διαπραγματεύεται άριστα ο Γιώργης Μανουσάκης[2] στην ποιητική του συλλογή «Άνθρωποι και Σκιές»[3].
            Μιλά γι’ αυτούς που κάποτε γεμίζανε το σπίτι μ’ ένα κορμί τριζάτο, κι η φωνή τους ηχούσε σα βροντή.. Πως ζάρωσαν μέσα σε λίγα χρόνια, ίσκιοι τώρα λιγνοί, συμμαζεμένοι… Τραβήχτηκαν στις πιο απόμερες γωνιές, και πεθαίνουνε μια νύχτα διακριτικά και αθόρυβα...[4]
             Παρατηρεί τον ηλικιωμένο μαρμαρά με την απόμακρη και βαριά θλιμμένη έκφραση. Τον έβλεπε στην ίδια θέση πάντα σαν περνούσε από το μαρμαράδικο αργά τ’ απόγευμα και αναρωτιόταν: Είναι στ’ αλήθεια ο μαρμαράς ή κάποιος πεθαμένος που σηκώθηκε κι ακουμπισμένος στο σταυρό του κατοπτεύει την κίνηση του δρόμου; Σαν να μην του’ κανε καμία εντύπωση ότι έβλεπε, μπρος σ’ άλλα πράγματα σπάνια και τρομαχτικά που τα’ χει δει ποιος ξέρει που και πότε…[5]
            Στην ποίηση του Γιώργη Μανουσάκη ο θάνατος είναι τόσο φοβερός όσο και ασήμαντος. Είναι μπροστά μας ή  πίσω μας σε απόσταση δευτερολέπτου ή αιώνα.
            Άλλοτε μας διαπερνά και χάνεται:
            «Κουβέντιαζαν με ζέση τα νέα της γειτονιάς, τα νέα της πόλης. Σα να μην έπιανε το κέντρο του δωματίου κείνο τ’ ομοίωμα ανθρώπου ανάμεσα στις δύο λαμπάδες που σιγόκαιγαν. Σα να’ χε μεταμορφωθεί ο παππούς σ’ ένα σπιτίσιο πράγμα, σ’ εν’ ακόμη έπιπλο από κίτρινο ξύλο...[6]»

            Άλλοτε καρφώνεται για πάντα μέσα μας:
            «Δυόμιση η ώρα μετά τα μεσάνυκτα…
Κάτω στο νεκροθάλαμο ο υπεύθυνος ζητά την βοήθεια μας να βάλουμε την νεκρή στο φέρετρο.
Έπιασα από τα πόδια κι άλλος ανιψιός απ’ τις μασχάλες.
Φύγαμε όλοι τραβώντας την πόρτα…
 Εγώ όμως ψέγω τον εαυτό μου που σ’ άφησα μόνη μέσα στη νύχτα στον παγερό ετούτο θάλαμο, εσένα που με σήκωσε τόσες φορές στα χέρια σου μικρό παιδί, που ‘λεγες τ’ όνομά μου με τρυφερότητα σα να’ μουν το παιδί που δε σου έδωσε ο Θεός.
Να μου ‘χεις άραγε παράπονο;
Πάντα σου ευγενική δεν ήρθες να μου παραπονεθείς στον ύπνο..[7]»

Τούτοι εδώ που χάσαμε ή που θα χάσουμε «σα δέντρα μεγαλόκλαδα σκέπαζαν κάποτε τον παιδικό ουρανό μας». Και σαν αραιώνουν τα κλαδιά ετούτα και τα φυλλώματα αρχίζουν να πέφτουν, τότε, «πάνω από τα κεφάλια μας ανοίγονται  πλατιά διαστήματα κενού. Σα να συμπαρασύρουν στην πτώση τους κομμάτια απ’ το γαλάζιο ουρανό.»[8]                               

          Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης  
Άρθρο υπ’ αρ. 304/ Κυριακή 29 Οκτώβρη 2017.




[1] Σοφία Σειράχ ΙΔ’ 17 – Παλαιά Διαθήκη.
[2] Ο Γιώργης Μανουσάκης (Χανιά1933 – 9 Φεβρουαρίου 2008) ήταν Έλληνας συγγραφέας. Ήταν ποιητής και πεζογράφος και έχει γράψει επίσης φιλολογικά δοκίμια και μελέτες. Μεταξύ άλλων τιμήθηκε για το έργο του με το Βραβείο Καζαντζάκη.
[3] «Άνθρωποι και Σκιές» Εκδ. Αστρολάβος/Ευθύνη, 1995
[4] «Ίσκιοι Λιγνοί», σελ 9 .
[5] «Άνθρωπος στην Σκιά», σελ 11
[6] «Ξενύχτισμα», σελ.24
[7] «Κρυώνουν οι νεκροί;», σελ, 22-23
[8]  «Ορφάνια», σελ.10

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Βράδια κάνω στο μπαλκόνι μου επανάσταση...

Παπαδοπαίδι και μοναχοπαίδι.
Στο μυαλό του ερχόταν συνέχεια η αγαθή εικόνα του ηλικιωμένου  πατέρα του,   να  τον παρακινεί  ν’ αλλάξει τον κόσμο! Άκου ν’ αλλάξει τον κόσμο !!
Μα ο Στρατής ήταν παιδί..
Δεν  μπορούσε να καταλάβει την λογική μιας υπερβολής…



Η αλήθεια είναι πως ακόμα και τον καιρό που ήταν φοιτητής της Φιλοσοφικής, η κουβέντα του πατέρα του τριγύριζε στο μυαλό του κάθε ξημέρωμα που έγερνε στο στρώμα. Τον είχε πάρει σοβαρά ετούτο τον προβληματισμό και σκεφτόταν πραγματικά ν’ αλλάξει τον κόσμο.  Μα για να ξέρουμε και τι λέμε, μπορεί να πέρασαν τα χρόνια αλλά ο Στρατής είχε την ίδια αγαθοσύνη μ’ αυτήν που είχε και στην παιδική του ηλικία.
 Ίδιος κι απαράλλακτος.

Δηλαδή πως αλλιώς να εξηγηθεί η απόφασή που πήρε ξαφνικά εκείνο το καλοκαίρι;
Είναι φυσιολογικό θαρρείς να μετατρέψει το μπαλκόνι του στον 3ο όροφο σε εξώστη διαγγελμάτων ;;  Μα βάλε το χέρι στην καρδιά και πες μου να χαρείς ! Το θαρρείς φυσιολογικό ετούτο;
  Έβαλε μεγάφωνα  δεξιά και αριστερά και έβαψε καλαίσθητα τον χώρο. Μέχρι και έδρανο είχε κάνει στην γωνία με μικρόφωνο και  με ράφια για να τοποθετεί τα έγγραφα που διάβαζε !
Κάθε που βράδιαζε αφιέρωνε, μπορεί και μία ώρα,- πρόσεχε λέει να μην ενοχλεί και  πολύ ο αθεόφοβος – και διάβαζε κείμενα ιστορίας με αναφορές στην κακοτυχία του ελληνικού λαού, σε ιστορικά σημεία που σημάδεψαν τον τόπο και κατέληγε πάντα στα ψεύτικα τα λόγια που στο μυαλό του τριγύριζαν.
Η αρχή ήταν δύσκολη.
Ο κόσμος κουρασμένος όπως ήταν τον .. «στόλιζε».
Όμως του Στρατή έδιναν δύναμη η γιαγιά και ο παππούς της απέναντι πολυκατοικίας          που αδιαλείπτως έβγαιναν στο μπαλκόνι τους με τις πλαστικές  καρέκλες για να τον ακούσουν. Από ένα σημείο και μετά μέχρι και τον καφέ τους έφερναν για να το πιούν  ακούγοντας τις ομιλίες του Στρατή !  
Η αλήθεια είναι ότι ο ακάλυπτος  που έβλεπε από το μπαλκόνι του, ήταν απίστευτα  βολικός μια που περιτριγυριζόταν από τις οικοδομές  ολοκλήρου του τετραγώνου των οδών Θερμοπυλών, Υγείας, Αρκαδίου και Παπακυριαζή. Δηλαδή μπαλκόνια  αμέτρητα άκουγαν καθημερινά το .. «καημένο το παιδί», να λέει τον πόνο του…
«Πες τα Χαράλαμπεεε !!»  του φώναζαν μ’ αυτός δεν σταματούσε την ομιλία του. Μονάχα στο τέλος φώναζε «Στρατή με λένε..»

Την ιστορία αυτή μου την είπε ο παππούς μου, ο εγγονός του ηλικιωμένου ζευγαριού που άκουγε τον Στρατή από το απέναντι μπαλκόνι, όταν τον ρώτησα γιατί μετονόμασαν προχτές την οδό Αρκαδίου σε οδό «Στρατή Χαραμπά».
Είχε παρακινήσει, λέει, την μισή Αθήνα να φωνάζει από το μπαλκόνι  για το δίκιο της.  Την μέρα που τον συλλάβανε, την ίδια μέρα έπεσε και η κυβέρνηση.

Υ.Γ. Πεζό γεννημένο από τους στίχους του φίλου Κίμωνα Δανά: (https://www.facebook.com/kim.das.73/videos/vb.100000663966092/198870463478418/?type=2&theater)



          Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης  

Άρθρο υπ’ αρ. 303/ Κυριακή 22 Οκτώβρη 2017.

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Το νου σας σε κείνον που φωνάζει..

            Περίμενε στους κρύους ανεμοδαρμένους διαδρόμους του Νοσοκομείου έξι ώρες και 12 λεπτά.
            Ανοιχτά παράθυρα.
            Όταν τον  εξέτασε  ο κ. Σκλάβος του είπε  πως είναι πολύ επικίνδυνη η βρογχίτιδα και να προσέχει.
           


            Κατέβηκε στον από κάτω όροφο της Δημόσιας Υπηρεσίας και μετά πήγε στον από πάνω όροφο. Προσκόμισε όμως επιτυχώς, το χαρτί που χρειαζόταν ο κ. Σκλάβος του μεσιακού ορόφου..
           
            Μαζί με την οικογένεια του παρακολουθούσε τηλεόραση και απόκτησε διόραση. Η αλήθεια είναι πως ο τηλεοπτικός σχεδιασμός του Διευθυντή Προγράμματος  κ Σκλάβου, τον είχε αδιαλείπτως ενημερωμένο.
           
            Πήγε στον λογιστή τον κ Σκλάβο και του είπε ακριβώς τι πρέπει να κάνει. Εξάλλου και αυτός σκέφτηκε πως τους φόρους του πρέπει να τους αποδώσει στον εκπρόσωπο του Κράτους τον κ Σκλάβο.  Ναι, δεν φτάνουν για το παιδί αλλά αυτοί ξέρουν τι κάνουν. Τα πλεονάσματα σημαίνουν καλή διαχείριση. Αυτό δεν σημαίνει;  Πως λοιπόν να κάνουν λάθος αυτοί που κάνουν συνετή διαχείριση; 

            Αυτά είπε και το βράδυ στο παιδί για να σκάσει.
           
            Πήγαινε βόλτα στο λιμάνι με την οικογένεια του να τους δείξει την ιστορία της πόλης μα τον εμπόδιζαν οι τέντες του κ Σκλάβου. Εξήγησε πως οι τέντες προστατεύουν τα μνημεία το καλοκαίρι από τον ήλιο και τον χειμώνα από την βροχή και καλύτερα να μην τα βλέπουν αυτοί ώστε να μπορούν τα βλέπουν οι επόμενες γενιές !!.
            Είδατε διορατικός που είναι ο Παντελής;
            Είπαμε…
            Από την τηλεόραση απέκτησε την διόραση…

            Όλα λοιπόν πήγαιναν καλά..
            Καθημερινά επαναλάμβανε το πρόγραμμα και πάντα έκανε την όμορφη βόλτα του..
           
            Τα πράγματα έχασαν την ισορροπία τους ένα φθινοπωρινό απόγεμα Σαββάτου.
            Περπατούσε με τον γιο του στην Νταλιάνη και για μια στιγμή κάποιος τον φώναξε από μακριά.. Σκλάβο !!
            Άκου Σκλάβο !!
            Και δεν φτάνει αυτό, τον ξαναφώναξε πάλι Σκλάβο !!
            Γύρισε να τον δει μα κείνος έτρεχε βολίδα και χάθηκε στα στενά της Σπλάντζιας..

            Θύμωσε ο Παντελής όσο δεν φαντάζεστε…
            Θύμωσε γιατί τον πρόσβαλε μπροστά στο παιδί. Και που να πάρει το παιδί τον κοίταζε κατάματα όχι με απορία αλλά με βλέμμα που ζητούσε και απολογία !

            - Πάμε στο σπίτι !

            Με γρήγορα βήματα ανηφορίζουν την Δασκαλογιάννη με τα βλέμματα στις πλάκες του πεζοδρομίου.
            Από τα νεύρα του ο Παντελής  επιταχύνει και σχεδόν βολοσέρνει το παιδί.

            Ξαφνικά όμως σταματά σαν να τον χτύπησε κεραυνός.
            Σηκώνει το κεφάλι ψηλά, αφήνει από το χέρι το παιδί και πιάνει τα μαλλιά του…

            Τώρα μόλις συνειδητοποίησε πως όσους γνώριζε, είχαν όλοι το ίδιο επώνυμο…


          Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης  
Άρθρο υπ’ αρ. 302/ Κυριακή 15 Οκτώβρη 2017.