Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

320 Μια Κυριακή εγίνηκε σκόνη.


Μια Κυριακή εγίνηκε σκόνη.




Ο Στεφανοκουμής μπορεί να πλησίαζε τα πενήντα, μα όντε επροπάθιε έτριζεν ο τόπος. Φορούσε εκείνα τα βαριά τα στιβάνια, έστριβε και τη μουστάκα του και ήτανε ολάκερος μιαν εμορφιά.
Και δεν ήταν μονάχα η εμφάνιση του επιβλητική.
Όσοι τον γνωρίζανε στα Χανιά τονε θαύμαζαν και για την καθάρια ψυχή ντου.
Ντόμπρος ο Κουμής, πάντα ήτονε δίκαιος με ούλους τσι αθρώπους.
Και στην παρέα πρώτος. Να πει την καλή του κουβέντα, να γελάσει, να πει το ριζίτικο του και μετά να σύρει και ντρέτα το ζάλο του.

Από την μέρα όμως που μπήκε στο σπιτικό του εκείνοσας ο λιγδιάρης ο παρατρεχάμενος του βουλευτή και του πε για τα κοπέλια του, πως μπορεί να τα διορίσει όπου θέλει άμα…, ο Στεφανοκουμής εσυννέφιασε.

Επροπάθιε στο δρόμο ζαλισμένος και σκεφτότανε τα κοπέλια του, τον Σήφη και τον Παναγή. Ήξερε την δύσκολη ζωή απου ‘χανε στο χωριό.  Αυτόν δεν τον ένοιαζε μήτε και το Λενιώ.  Τα κοπέλια του όμως;

Είπε το ναι ο Στεφανοκουμής.
Το ‘πε  στον λιγδιάρη και ο αναθεματισμένος τον κράτησε τον λόγο του. Έβόλεψε κατά πως υποσχέθηκε και τον Σήφη και τον Παναγή...

Από τότες, κάθε φορά που είχε εκλογές, ο Κουμής έτρεχε ξοπίσω από το βουλευτή.
Τον κράτησε κι αυτός το λόγο του.

Μα το Λενιώ όμως ανησυχούσε. Έβλεπε τον άντρα τσι πια, να περπατεί σαν τον γάτη. Μετά από λίγο καιρό τον έβλεπε και καμπούριαζε εξαιτίας της συνήθειας που απόκτησε  να σκύβει για να μην τονε βλέπουνε οι γνωστοί του. Ασπρίσανε τα μαλλιά του γρήγορα κι τ’ αστραφτερά του μάθια εξεθώριασαν.
Εσταμάτησε και τσι παρέες και καταγινόταν μόνο με τα χωράφια του.

Θαρρώ πως μου είπανε - δεν ξέρω αν είναι αλήθεια -  πως κάθε μέρα ο Στεφανοκουμής εμίκραινε μέχρι –λέει – που μια Κυριακή εγίνηκε σκόνη τόσο δα μικρή που την πήρε και την σκόρπισε ο αγέρας…

Το σίγουρο πάντως, γιατί ήμουνα εκεί, είναι πως στα σαράντα του Κουμή, οι γιοί του είχανε κάθε λογής κεράσματα για τον κόσμο που ήρθε στο μνημόσυνο. Στο κάτω – κάτω της γραφής, τα κοπέλια έπρεπε να τιμήσουνε τον πατέρα τους που τους έκανε αθρώπους..
 


Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 320 / Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018


Στην χώρα του Άδαλλε.




Η αλήθεια είναι πως στην χώρα του Άδαλλε υπήρχε πάντα τάξη. Άσε τι λένε οι άλλοι πως εκεί ο καθένας κάνει του κεφαλιού του. Δεν συνέβαινε αυτό σε εκείνη την  χώρα.

Οι πολίτες συνεργαζόταν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν το ένα και μοναδικό τους πολύτιμο δικαίωμα. Είχαν και κάποια άλλα, μα το δικαίωμα να κοιμούνται, ήταν όντως το πλέον πολύτιμό τους. Για να το διατηρήσουν είχαν στήσει μηχανισμό περίτεχνο και εντυπωσιακό !!  

Μην ακούτε τους άλλους που μιλούν για το αντίθετο.
Δεν ξέρουν.

Η αλήθεια είναι πως ο ύπνος,  τους ήταν πολύ χρήσιμος. Ο ανήμπορος λαός  δεν είχε άλλην ελπίδα πέραν απ’ αυτήν του να ονειρεύεται. Σε άλλες χώρες που οι πολίτες είχαν την δυνατότητα για κάτι καλύτερο δεν είχαν ανάγκη να κοιμούνται για να ονειρεύονται παρά μονάχα για να ξεκουραστούν. Στην χώρα όμως του Άδαλλε οι πολίτες κοιμόντουσαν πρωτίστως για λόγους επιβίωσης. Τούτο μάλιστα ήταν μια συνήθεια που επαναλαμβανόταν αδιάλειπτα εκατοντάδες χρόνια τώρα.

Όποιος προσπαθούσε να τους ξυπνήσει ήταν αυτομάτως εχθρός τους. Όμως όπως είπαμε οι πολίτες της χώρας αυτής ήταν πολύ οργανωμένοι. Όλους αυτούς τους έξυπνους τους ξεπάστρευε τον έναν μετά τον άλλον μέσω του μηχανισμού που προαναφέραμε. Αυτού ντε, του περίτεχνου και εντυπωσιακού…

Κακή τύχη είχαν και εκείνοι που δεν τους έπαιρνε ο ύπνος.
Έκαναν πολύ φασαρία.
Θυμούμαι προχθές που πήρανε τον Λάμπη και τον πέταξαν στο φαράγγι.


Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 319 / Κυριακή 11 Μαρτίου 2018