Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

           
            Η λογική είναι απλή. Οι λογιστές - φοροτεχνικοί δυναμώνουν αν αγωνίζονται όλοι στην ίδια ομάδα. Δεν είναι απαραίτητο να έχουν οι παίκτες την ίδια θέση. Εξάλλου έτσι είναι οι ομάδες. Άλλος επιθετικός, άλλος αμυντικός. Δεχόμαστε λοιπόν την πολυφωνία αλλά όλα αυτά σε μία ομάδα. Η λογική του «δίδω δανεικούς παίκτες αλλού»  ή «κάνω άλλη μια ομάδα» είναι απλά χάσιμο χρόνου, δύναμης και εξυπηρετεί άκαρπους σκοπούς.


  
            Στις εκλογές του Ο.Ε.Ε., αλλά και στις προηγούμενες,  έχω την εντύπωση πως οι παρατάξεις που σχετίζονται με τους λογιστές είναι μπερδεμένες και κάπου δείχνουν πως κυνηγούν την ουρά τους.  Τούτο το άρθρο προσπαθεί να λάβει θέση όχι για το Ο.Ε.Ε. το οποίο ταλανίζουν άλλα – μπορεί και χειρότερα προβλήματα - αλλά για την κίνηση των λογιστών να λάβουν έδρανα στο Ο.Ε.Ε. για συνδικαλιστικούς σκοπούς.
Για αυτό το κομμάτι του Ο.Ε.Ε. ήθελα να μιλήσουμε σήμερα.

            Παρατάξεις εκτός της Ομοσπονδίας Λογιστών (π.χ. Α.ΚΙ.Ο.Ε., Αιγαίο, Δ.Α.Κ.Ο., Ε.Σ.Κ.Ο.,) παρατάξεις που παλεύουν εντός της Ομοσπονδίας (Π.Ο.Φ.Ε-Ε) και παρατάξεις εναλλακτικές όπως η Διαδικτυακή   δίδουν τον αγώνα τους για τους Λογιστές  μα φοβάμαι πως το κάνουν  σε λάθος μέρος. Ίσως όλες τούτες οι ομάδες πήγαν να παίξουν μπάλα σε λάθος γήπεδο…
            Δεν θα αναφερθώ για τις παρατάξεις που ακολουθούν κομματικές γραμμές (ΔΗ.ΚΙ.Ο-Σ, Π.Δ.Σ.Ο, Δ.Π.Κ-Ο, ΣΥΝ.Α.Ρ.Ο.Ε. και ΑΡ.Σ.Υ.Ο.) όχι τόσο επειδή δεν με ενδιαφέρουν μα κυρίως δεν αφορούν το θέμα του σημερινού άρθρου.

            Αυτή  η «χαρτογράφηση» που έλαβα το θάρρος να κάνω, δεν χρειάζεται να την αποδεχθείτε. Επίσης δεν θέλω ούτε να σας την επιβάλλω. Έχω σχηματίσει μια γνώμη και την καταθέτω. Όποιος την σέβεται ας συνεχίσει την ανάγνωση του άρθρου, όποιος δεν την αποδέχεται ας μην ταλαιπωρηθεί για να δει την συνέχεια του όλου σκεπτικού και να με ταράξει μετά  στα σχόλια…
             
            Συνεπώς, αν επικεντρωθούμε στις παρατάξεις που εκπροσωπούν κυρίως τους λογιστές φοροτεχνικούς  όπως αυτές προαναφέρθηκαν,  θα γεννηθεί εύλογα για αυτές το εξής ερώτημα:
            Αξίζει να αγωνίζονται συνάδελφοι και παρατάξεις για τα συνδικαλιστικά συμφέροντα του Λογιστή Φοροτέχνη μέσα από έναν Επιστημονικό Φορέα (σ.σ. το Ο.Ε.Ε.);  Μήπως αυτό έπρεπε να το πράττουν μόνον από τον ίδιο τον Συνδικαλιστικό τους Φορέα;  Χρειάζεται να έχουν έδρα και στο ΟΕΕ για να το πράξουν αυτό; Μήπως να έχουν έδρα και στις Συνομοσπονδίες; Μήπως ακόμα και στην Βουλή;  Τόσες θέσεις χρειάζονται για να πετύχουμε τους συνδικαλιστικούς μας στόχους;

            Η ταπεινή μου άποψη είναι πως όχι. Αυτή ήταν εξάλλου και η πάγια τοποθέτησή μου στις δύο ζεστές θητείες μου, ως εκπρόσωπος του Συλλόγου Χανίων, στην Ομοσπονδία (Π.Ο.Φ.Ε.Ε.).
            Μήπως αντί να τρέχουμε στα χωράφια του γείτονα να αφιερώσουμε όλο το χρόνο μας στην καλλιέργεια του δικού μας χωραφιού; 
            Μήπως έπρεπε να επικεντρωθεί όλη η συνδικαλιστική μας ενέργεια για την συγκέντρωση όλων εκπροσώπων μας κάτω από Έναν συνδικαλιστικό φορέα;
            Μήπως αμέσως μετά έπρεπε να οργωθεί όλη η Ελλάδα για να πεισθούν να συμμετάσχουν στον αυτόν Ένα Συνδικαλιστικό φορέα,  όλοι οι Σύλλογοι ανά την Χώρα;
            Μήπως έπρεπε να δημιουργηθούν ή να ενεργοποιηθούν σύλλογοι  σφραγίδα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας οι οποίες αυτήν την στιγμή που μιλάμε μένουν χωρίς καμία εκπροσώπηση;
            Μήπως αμέσως μετά έπρεπε να αποκεντρωθεί η εργασία από την κορυφή και να οδηγηθεί προς τους Συλλόγους  κατά πως λέγαμε  στην πρόταση της ενεργοποίησης των Αντιπροσώπων που είχε κάνει ο Σύλλογος Χανίων η οποία βρίσκεται ξεχασμένη κάπου στα συρτάρια της Π.Ο.Φ.Ε.Ε.; Πρόσφατα η Πιερία έκανε μια προσπάθεια δια των αντιπροσώπων της, την τροποποίησε και την επανέφερε. Έλαβε όμως κάποια απάντηση;
            Και τέλος μήπως αν συμβούν όλα αυτά, θα έχουμε μια ισχυρή Ομοσπονδία Λογιστών που θα χτυπάει την πόρτα του Ο.Ε.Ε. με τις θέσεις της, και το Ο.Ε.Ε. θα τις δέχεται επειδή απέναντι του θα έχει έναν αξιοπρεπή και επιτέλους ισχυρό φορέα; Μήπως μια ισχυρή  Ομοσπονδία θα έχει πρόσβαση άμεση και συμβατή με όλους τους λογιστές που θα είναι μέλη όλων των παρατάξεων του Ο.Ε.Ε. ενώ τώρα με δική της παράταξη στο Ο.Ε.Ε. δημιουργεί μόνο στρατόπεδα; Και πες ότι το Ο.Ε.Ε. δεν δέχεται τις θέσεις μας, ο Φορέας μας δεν θα είναι αρκετά ισχυρός ώστε να πιέσει όσο χρειάζεται το Οικονομικό επιμελητήριο, αρκεί μόνον τα αιτήματα του είναι δίκαια και όχι παλαιοσυντεχνιακά;
            Προς τι, λοιπόν φίλοι μου αναγνώστες η προσπάθεια των λογιστών και των σχετικών παρατάξεων να λάβουν έδρανα στο Ο.Ε.Ε.; Αφού μπορούσαν να κάνουν μια ισχυρή και Μία Ομοσπονδία ώστε να λάβουν στο Ο.Ε.Ε. ΦΩΝΗ αντί για έδρανα. Να λάβουν στο Ο.Ε.Ε. ΔΥΝΑΜΗ αντί για έδρανα.
            Έχουμε συνεπώς τόση δουλειά μπροστά μας για την ενίσχυση της δύναμης και της υγιούς πολυφωνίας εντός της Ομοσπονδίας μας και εμείς τρέχουμε στα έδρανα του Ο.Ε.Ε. των Συνομοσπονδιών και ίσως μας μπει στο μυαλό να πάμε και Βουλευτές να ζητήσουμε το δίκιο μας από εκεί…

            Όχι συνάδελφοι.
            Όλο αυτό είναι τρελό και λάθος ..

            Και αν κάποιος έρθει και πει ότι ο συνδικαλιστικά ο  κλάδος μας είναι διασπασμένος και ότι προσπάθεια ισχυροποίησης του σε έναν φορέα είναι αδύνατο τότε έχω να του πως είναι βαθιά νυχτωμένος. Και κάποιος, που να πάρει και να σηκώσει, πρέπει να  φωνάξει κάποια στιγμή πως αυτό δεν είναι αλήθεια. 
            Και βεβαίως υπάρχουν πέραν κεντρικής συνδικαλιστικής μας  Ομοσπονδίας (ΠΟΦΕΕ) κάποιες άλλες Ομοσπονδίες όπως αυτή των Οικονομολόγων (ΠΟΕΕΕ)  και αυτή της ΠΟΛ. (σ.σ. η ΠΕΦΕ  είναι ένωση και όχι Ομοσπονδία) . Από αυτές τις δύο Ομοσπονδίες η ΠΟΛ είναι ομοσπονδία των μισθωτών και δεν μπορεί να πει κανένας πως μια ομοσπονδία για τους μισθωτούς και μια ομοσπονδία για τους επαγγελματίες αποτελεί διάσπαση. Όσο για την Ομοσπονδία των Οικονομολόγων (ΠΟΕΕΕ)  με βία έχει το μέλη ενεργούς συλλόγους στο 5% των ενεργών συλλόγων της ΠΟΦΕΕ. Συνεπώς υπάρχει μεν δεύτερη φωνή αλλά αυτή είναι πολύ μικρή για να μπορεί να τεκμηριώσει κάποιος τα περί «κατακερματισμού του κλάδου». Δεν ισχύει αυτό. Και βεβαίως κάποιος μπορεί να πει ότι υπάρχει τεράστια αποχή αλλά όχι όμως κατακερματισμός. Μάλιστα αξίζει να σημειωθεί ότι η Κεντρική Ομοσπονδία της ΠΟΦΕΕ έχει μέλη όλους τους επαγγελματίες λογιστές που ασκούν το επάγγελμα του λογιστή φοροτεχνικού νόμιμα. Δηλαδή έχει όλες τις προϋποθέσεις γενικής ενότητας. Τι ζητάμε λοιπόν συνδικαλισμό  στο ΟΕΕ που είναι επιστημονικός φορέας (και όχι συνδικαλιστικός) και δέχεται μέλη μόνον Οικονομολόγους Λογιστές, δηλαδή τι ζητάμε συνδικαλισμό σε ένα χωράφι με συνδικαλιστικά διασπαστικούς κανόνες;  Έ; Τι ζητάμε; Αφού μπορούμε να το διεκδικήσουμε από το δικό μας το χωράφι τι ψάχνουμε τελικά να βρούμε εκεί;

            Να θυμίσω και τις προσπάθειες συλλόγων των νησιών του Αιγαίου (θυμάμαι π.χ. την επιμονή από τους φίλους συναδέλφους της Θήρας  μα και της Πάρου)  όπου πήραν πρωτοβουλία εξέτασης του θέματος να συνταχθούν σε συνδικαλιστικές Ομοσπονδίες ανά περιφέρειες της Χώρας (π.χ. μια Ομοσπονδία στην Κρήτη, μία στο  Αιγαίο, Μακεδονία, Αττική κ.τ.λ.)  και πάνω από αυτές θα υπάρχει  Συνομοσπονδία η οποία – όπως γνωρίζεται – μιλάει υποχρεωτικά και άμεσα με την Κυβέρνηση και καλύπτει τυχόν αγώνες (π.χ. απεργίες) με μεγαλύτερη ασφάλεια.  Αντίθετα, τώρα η Ομοσπονδία μας (ΠΟΦΕΕ) υπάγεται στην ΓΕΣΕΒΕ και θεωρώ ότι έτσι «χάνεται» στις αποφάσεις των «πελατών μας». Να μια πολύ καλή ιδέα  ώστε πέραν των προαναφερόμενων θετικών αλλαγών που προαναφέραμε να γίνει και αυτή η κίνηση. (σ.σ. όχι όμως – εκεί είχα διαφωνήσει – να το πράξει αυτόνομα και ξεκάρφωτα  η κάθε Περιφέρεια. Αυτό πρέπει να γίνει συντονισμένα ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ σε όλες τις Περιφέρειες κάτω από τον  συντονισμό της υφιστάμενης μας Ομοσπονδίας ΠΟΦΕΕ η οποία αμέσως μετά θα μετασχηματιστεί από Ομοσπονδία σε Συνομοσπονδία.

            Τα ίδια ισχύουν και για τους εναλλακτικούς της Διαδικτυακής Ομάδας . Τους χαρακτηρίζω εναλλακτικούς γιατί όντως είναι κάτι διαφορετικό. Παίρνω το θάρρος να πω με σιγουριά ότι είναι κάτι αγνό, κάτι που ξεκίνησε κάποια μεταμεσονύκτια ώρα από συναδέλφους που αγανακτισμένοι χτύπησαν το χέρι τους στο γραφείο, είπαν «ως εδώ» και σήκωσαν αμέσως μετά  το λαμπατέρ που γκρεμίστηκε δίπλα στο καλαθάκι. Όσο αγνά σας το περιέγραψα τόσο αγνά ξεκίνησε τούτη η δράση.
             Το λέω με πλήρη γνώση καθ’ ότι μου είναι γνωστοί, μα και καλοί φίλοι όσοι εκλέχθηκαν  όπως επίσης και αρκετοί από αυτήν την ομάδα οι οποίοι δεν  εκλέχθηκαν ή δεν έβαλαν υποψηφιότητα. 
            Θα διαπιστώσουν λοιπόν και αυτοί, κατά την είσοδο τους στα έδρανα του ΟΕΕ πως το χώμα στα πόδια τους δεν είναι αυτό που ζητούσαν για να φυτέψουν την σποριά τους. Ας μην απογοητευτούν όμως. Αυτή η ομάδα – κατά την γνώμη μου την οποία είχα επανειλημμένως εκφράσει στις τότε συναντήσεις – γεννήθηκε ελεύθερη, και δεν της αρμόζουν οι εκπροσωπήσεις. Τις αρμόζει η ζεστασιά που χαρίζει στους συναδέλφους, η ετοιμότητα σε δράση, η διαύγεια ιδεών και άλλα πολλά. Όχι όμως η εκπροσώπηση. Εξάλλου είπαμε πως έχουμε τους συλλόγους και την Ομοσπονδία. Καμιά πόρτα δεν είναι κλειστή. Κι αν βρεθεί κάποια κλειστή, με δυο -   τρεις κλωτσιές να δεις πως ανοίγει.

            Επίλογος μου η υπενθύμιση πως το άρθρο τούτο λαμβάνει θέση όχι για το ΟΕΕ το οποίο ταλανίζουν άλλα – μπορεί και χειρότερα προβλήματα - αλλά για την κίνηση των λογιστών να λάβουν έδρανα στο ΟΕΕ για συνδικαλιστικούς σκοπούς.    Την δυσφορία μου για αυτή την πρακτική την είπα καθαρά. Εξέφρασα καθαρά την ελπίδα πως δεν είναι δύσκολο να υπάρξει ένας συνδικαλιστικός χώρος στους επαγγελματίες λογιστές φοροτεχνικούς και πως τα περί ουσιαστικού κατακερματισμού του χώρου δεν είναι αληθή. Αν υπάρξει ένας μοναδικός συνδικαλιστικός χώρος και μεταβούν εκεί και οι μικρές ομάδες που είναι αυτήν την στιγμή εκτός, συνεχίζοντας να διεκδικώντας τις απόψεις τους μέσα στον χώρο αυτόν, τότε ναι θα υπάρχει ελπίδα και για την καταπολέμηση της αποχής. 

            Η αλήθεια είναι πως πολλά τα είπα…
            Μη μου αγχωθείτε όμως !!!
            Μια απλή γνώμη είναι, γραμμένη στο χαρτί…
            Δίπλα είναι το συρτάρι σας, δίπλα και το  καλαθάκι σας …


            Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης  

Άρθρο υπ’ αρ. 288/ Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016. 

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016



            Υπάρχει μια διάχυτη επιφύλαξη για την απόφαση της κυβέρνησης ως προς την ενίσχυση των μικρομεσαίων συνταξιούχων. Μια περίεργη επιφύλαξη.  Ακόμα και οι αυτοί  που βρισκόταν μπροστά μου και ρωτούσαν τον υπάλληλο της τράπεζας για το πότε θα λάβουν το επίδομα, λίγο πιο μετά σιγομουρμουρούσαν « Από αλλού θα μας τα πάρουν πίσω…»



            «Καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα»,  λέγανε οι παλιοί και αυτήν την παροιμία διάλεξαν κάποιοι για να εξηγήσουν γιατί  ο κόσμος είναι επιφυλακτικός στις εξαγγελίες των πολιτικών μας.
            Άλλοι πάλι λένε «Κάποιο λάκκο έχει η φάβα» ή  «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας».. Η συνεχή επίκληση γνωμικών και παροιμιών προκύπτει εξαιτίας της δυσάρεστης ιστορικής μνήμης ως προς την αξιοπιστία των πολιτικών. Διότι για να είμαστε ακριβείς, η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς έχει άμεση σχέση με την πιθανότητα να πιάσεις τζόκερ την μέρα που αυτό έχει τζακ ποτ…
           
            Κι όμως. Όλα αυτά μπορεί να έχουν ισχυρή βάση αλλά μόνο επειδή είναι στερεότυπα. Μόνο επειδή προκύπτουν από δογματικές συμπεριφορές.

            Είναι ή δεν είναι θετική απόφαση να οδηγηθούν χρήματα στους συνταξιούχους αυτούς; Είναι ή δεν είναι ορθολογική αναδιανομή του πλούτου; Μήπως, λέω μήπως,  φωνάξαμε λιγότερο στην μεγαλύτερη (αλλά αντίστροφη) αναδιανομή του πλούτου στην ιστορία της Ελλάδος με το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου, τότε που όλα τα χρήματα έφυγαν από τους μικρομεσαίους και κατέληξαν στις μεγάλες τις τσέπες;
         Και αυτοί  που μας κάνουν οικονομική ανάλυση πως δεν βγαίνει το μαγαζί με τέτοιες σπατάλες. Ξέχασαν πως υπέγραφαν συμβάσεις αγοράς μανικετόκουμπων στο υπουργείο τους αξίας ίσης με το χριστουγεννιάτικο γεύμα  εκατοντάδων οικογενειών που ζουν σε δωμάτια χωρίς ενεργειακό πιστοποιητικό;
          Άσε για τους άλλους που λένε πως θα μας βάλουν χέρι  οι Γερμανοί με αυτά που κάνουμε. Να σου πω την αλήθεια  θα ήθελα να τους δείξω το δικό μου το  χέρι, με τα δάκτυλά μου λίγο ανοιχτά γιατί είμαι και ολίγον τι ντροπαλός…

            Κάποτε πρέπει να είμαστε «οι εμείς» και όχι «οι τι λένε οι άλλοι». Να κρίνουμε τους άλλους όπως θα κρίναμε τον εαυτό μας αν έπραττε το  ίδιο. Αν το παιδί μας που δυσκολευόταν να βγάλει τα έξοδα του μήνα, έδινε κάποιο χέρι βοήθειας σε κάποιον που βρισκόταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση τι θα του λέγαμε; Θα μας άγχωνε λίγο αλλά στο τέλος, μπράβο θα του λέγαμε και θα ήμασταν και περήφανοι για αυτό. Άλλα η αλήθεια είναι πως άλλο ο γιόκας μας και άλλοι οι ξένοι…

            Δηλαδή να τους πούμε μπράβο;
            Όχι βέβαια...
           
        Κανείς δεν μπορεί να αποκλείει τους φόβους που αναπτύχθηκαν στην αρχή του κειμένου. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει και τον φόβο που έχω αναπτύξει σε προγενέστερα άρθρα περί της πιθανότητας εκπαίδευσης των πολιτών στην φτώχια ή  στην μεθοδευμένη προστασία των κατεστραμμένων στρωμάτων κλειδώνοντας τους στην κατεστραμμένη τους περιοχή με ένα κλειδί που λέγεται ξεροκόμματο..

       Όμως το σίγουρο είναι, φίλοι μου αναγνώστες,  ότι δεν διαμαρτυρόμαστε για μια τέτοια απόφαση.
            Όχι δεν μπορούμε να διαμαρτυρόμαστε.
             Την αποδεχόμαστε ως επιθυμητή , την βάζουμε στην άκρη και συνεχίζουμε τον προσωπικό μας αγώνα για κείνη την μέρα που δεν θα είναι σαν τις προηγούμενες.
            Γιατί τούτη και τούτη η Δευτέρα είναι σαν και χθες..

                       
            Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης  

Άρθρο υπ’ αρ. 287/ Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016. 

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016


            Το να μην έχεις την δυνατότητα να  βλέπεις ούτε δίπλα σου, μας είναι – έστω και παραβολικά – γνωστή εικόνα. Σε τέτοιες συνθήκες, η απλότητα και η βαθύτητα της  σκέψης δίδει μία και μόνον λύση: Την αναμονή της παρουσίας του ήλιου. Μια σκέψη πρακτικά αδύνατη για τους σκοτεινούς λαούς…

            Στο κείμενο που ακολουθεί  παρμένο από το διήγημα «Το νερό της βροχής» του Μ[1]. Καραγάτση, ο συγγραφέας προφανώς διηγείται άψογα εικόνες και συναισθήματα. Η μοίρα των συγγραφέων όμως είναι να χρησιμοποιούνται τα κείμενα τους κατά πως επιθυμούν οι αναγνώστες να ικανοποιηθούν τα κάθε λογής τους οράματα. Έτσι το παρουσιάζω κι εγώ, δυστυχώς περιορίζοντας το, ελέω αρθρογραφικών αναγκών..
            Καλή σας ανάγνωση:
            «- Έχει φόγκ[2] απόψε, μου είπε ο Ντίκ. Καλύτερα να μην απομακρυνθούμε από το κέντρο.
            -Καταλαβαίνω πως η συμβουλή σου είναι σοφή, του αποκρίθηκα. Γι αυτό ακριβώς δεν θα την ακολουθήσω.. Το δρόμο σου και το δρόμο μου. Καληνύχτα.
            - Που σκοπεύεις να πας;
            - Θα πάρω τον υπόγειο και θα βγω στο Γουώππιν[3]. Από κει έχει ο Θεός…
            - Και εσύ έχεις κουράγιο. Μου αρέσει η ιδέα σου. Μπορώ να έρθω μαζί σου;        - Φυσικά.
           
            Κάτω στο Γουώππιν, στους ντόκους… Η ομίχλη είναι αραιή. Μίστ, όχι φόγκ. Πούσι γαλατένιο που σέρνεται πάνω στον ποταμό και ξεστρατίζει ζερβόδεξα τυλίγοντας με μυστήριο τους έρημους και μίζερους δρόμους του Ήστ Έντ. Μαύρη άσφαλτος, μαύρα σπίτια. Μαύροι περίπλοκοι δρόμοι, που ξεκινώντας απ’ την κεντρική αρτηρία χάνονται προς απίθανες κατευθύνσεις.
            Προχωρούμε στην τύχη. Περπατάμε για να περπατάμε. Κι όπου μας βγάλει ο δρόμος. Επειδή δεν έχει τέρμα ο δρόμος μας. Δεν έχει σκοπό. Ήρθαμε εδώ για να βουτηχτούμε στην ομίχλη.
            - Άκου μου λέει ο φίλος μου. Άκου !
            Κάτι σαν φλοίβισμα[4]. Κι ύστερα ένας γδούπος ρυθμικός που έρχεται, κοντεύει, πλησιάζει. Κάτι σαν χαλύβδινα φτερά που χτυπούν το νερό.
            - Είναι ο ποταμός, λέει ο Ντίκ. Τον βλέπεις;
            - Άκου ! μέσα στο φόνγκ να έχεις διπλά αυτιά. Μάτια δεν έχεις. Πες πως είσαι τυφλός.
            Η ομίχλη πυκνώνει. Από μίστ πηγαίνει προς το φόγκ.
            - Ξέρεις που βρισκόμαστε;
            - Ένας θεός το ξέρει. Ίσως ακόμα στο Γουώππιν. Ίσως ανατολικότερα…
            Περπατάμε, περπατάμε… Τα βήματα μας αντηχούν παράξενα στους τοίχους απ’ τις πανύψηλες αποθήκες. Είναι η καταχνιά που παραλλάζει τους ήχους. Είναι ο ποταμός που όλο μουρμουρίζει.
-          Άκου ! μου λέει πάλι ο Ντίκ.
Μια μουσική, που βγαίνει μέσα από μια πόρτα, πλάι μας ακριβώς.
- Τι είναι εδώ πέρα, Ντίκ;
- Είναι ότι χρειάζεται για την δίψα μας. Έλα κοντά…           
            Ήταν ένα λαϊκό μπαρ για θαλασσινούς. Τ’ αναποδογυρισμένα μπουκάλια με έτοιμες τις κάνουλες ν’ αμολύσουν καταρράκτες από ουϊσκυ, τζιν και μπράντυ. Κάθε πελάτης θαλασσινός, κάτι έφερε απ’ τα ταξίδια του να στολίσει την αγαπημένη του ταβέρνα. Πράματα της θάλασσας, των πλοίων, των μακρινών ταξιδιών. Φανάρια της γέφυρας, κόκκινα και πράσινα. Σαγίτες φαρμακερές της Πολυνησίας, καμπανάκια της πλώρης, σταμνιά μπακιρένια του Αλιτζεριού, τσαρούχια της Ρούμελης κι ανεμόμυλοι της Ολλαντίας. Κανοκιάλια, μπούσουλες, μπαλέστρες...
            - Είδες τι βρήκαμε μέσα στο φόνγκ; Μου λέει ο Ντίκ.
            Πίνουμε, καπνίζουμε, ονειροπολούμε. Δυο ναύτες αμερικανοί σιγοτραγουδούν. Είναι κι άλλες παρέες που μιλούν και χαμογελούν. Μα οι περισσότεροι πελάτες πίνουν το σπίρτο σιωπηλοί. Έχουν έγνοιες να θυμηθούν. Έγνοιες να ξεχάσουν.
            Ήταν μόνη. Στεκόταν δίπλα μας, στον πάγκο. Άδειαζε σιγά το ποτήρι της, το ξαναγέμιζε, το ξανάδειαζε. Κάπνιζε τσιγάρα, άκουγε τις κουβέντες μας.. Μας κοίταζε με μάτια θολά, γεμάτα απορία. Στο τέλος δεν βάσταξε.
            - Κάπου έχω ακούσει τη γλώσσα που μιλάτε. Μα δεν θυμάμαι.
            - Είναι ελληνικά.        
            - Α, ναι. Έχω γνωρίσει αρκετούς Έλληνες. Ναυτικούς…Μα δε μοιάζετε με Έλληνες…
            - Ο φίλος μου είναι Άγγλος, είπα, δείχνοντας τον Ντίκ. Έμαθε ελληνικά, όταν πολεμούσε στα βουνά της πατρίδας μου. Εγώ είμαι Έλληνας. Μα η τύχη θέλησε να μοιάζω βορεινός.
            - Εμένα με λένε Πόλυ, είπε η κοπέλα. Έρχομαι εδώ, στα πάμπς του Γουώππιν. Να πιώ ουίσκι. Ν’ ακούσω τα βαπόρια που σφυρίζουν, που περνάν, που έρχονται, που φεύγουν.
            Σιωπή.
            - Έχει ήλιο στην Ελλάδα, μουρμουρίζει η κοπέλα. Το έμαθα στο σχολείο. Μου το είπαν οι ναυτικοί.
            Δεν της αποκρινόμαστε. Το φόγκ έχει τοξινώσει με αδράνεια τις ψυχές μας. Είναι μακριά η Ελλάδα κι ο ήλιος της.
            - Πάμε μου λέει ο Ντίκ. Αυτή η γυναίκα είναι ενοχλητική. Γυρεύει να λυτρωθεί απ’ την ομίχλη της ζωής της με όνειρα για ήλιους φλογερούς σε ουρανούς πεντακάθαρους.
            Βγήκαμε πάλι στο δρόμο. Χωθήκαμε στο σύννεφο και στην μετέωρη καπνιά. Δεν υπάρχει πια ούτε δρόμος ούτε σπίτια. Σηκώνω το χέρι μου και το φέρνω μπρος στα μάτια μου, για να πεισθώ πως δεν είμαι τυφλός.
            -Στάσου, μου λέει άξαφνα ο φίλος μου. Στάσου ασάλευτος.  Και άκου..
            - Εσείς !  Οι άνθρωποι απ’ την Ελλάδα !! Που είστε ! Σταθείτε ! Γιατί φύγατε; Γιατί με αφήσατε; Θέλω να μου μιλήσετε για ήλιο. Για ήλιο…
            Τα βήματα κοντοστέκουνται, λίγο πιο πέρα. Μα ανάσα βαριά, στεναγμός γεμάτος πίκρα.
            - Έφυγαν, μονολογεί. Με άφησαν μέσα στην ομίχλη. Πήραν τον ήλιο τους κι έφυγαν…
            Σιωπή απόλυτη, για λίγες στιγμές. Κι ύστερα, πάλι η περπατησιά της γυναίκας. Σιγανή τώρα, αδύναμη, άκεφη. Χάνεται πέρα, στο βάθος.
            - Πάμε, λέει ο Ντίκ. Μπορούμε να πάμε…
            Ανάβουμε τσιγάρα...
            - Κάποτε, λέει ο Ντίκ, αγαπούσα μια γυναίκα. Μια όμορφη κοπέλα με μάτια μενεξελιά…
            Τα βήματα σταμάτησαν. Σταμάτησα κι εγώ. Είδα την κάφτρα του τσιγάρου που τη θράσευαν χείλια νευριασμένα από τη θύμηση…
            - Μια νύχτα, συνέχισε ο φίλος μου, γυρίζαμε στο σπίτι της από το θέατρο, με ταξί. Είχε φόγκ, μα όχι πολύ πυκνό. Τ’ αυτοκίνητο πήγαινε σιγά, προσεκτικά. Είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στον ώμο μου. Έξαφνα το ταξί σταματάει. Κι ο σωφέρ μας λέει:
            - Λυπάμαι. Αλλά το φόγκ έγινε πολύ πυκνό. Δεν ξέρω πια που βρίσκομαι ακριβώς. Υποθέτω κάπου προς την Μάρμπλ Άρτς ή την Παρκ Λέην…
            Κοιτάω από το παράθυρο. Πραγματικά, το φόγκ ήταν πυκνό. Τα δάχτυλα της Τζήν έσφιξαν με αγωνία την παλάμη μου.
            - Φοβάμαι, μου λέει. Θέλω να γυρίσω σπίτι.
            - Στάσου της λέω. Θα κατέβω, μια στιγμή. Θα πάω ως την γωνία του δρόμου. Ίσως καταφέρω να διαβάσω την ταμπέλα.
            Κατέβηκα από το ταξί και προχώρησα ώσπου βρήκα τους τοίχους των σπιτιών. Κατόπιν έστριψα δεξιά.. Περπατώντας τοίχο – τοίχο έφτασα στη γωνία, λίγο παρακάτω. Προσπαθώ να διαβάσω την ταμπέλα. Αδύνατο. Το φόγκ περιτύλιγε τα πάντα με το φωτερό σκοτάδι του. Στέκομαι αμήχανος. Δεν ξέρω τι να κάνω. Βλέπω πιο πέρα, φώτα δυνατά ν’ αντιφεγγίζουν μέσα στους αχνούς.   Προχωρώ, φτάνω στα φώτα, κοιτάω. Ήταν η είσοδος του Ρότσεστερ Οτέλ[5]. Βρισκόμαστε στην Παρκ Λέην!
            Γεμάτος χαρά, παίρνω στροφή και τρέχω προς το ταξί, όπου η Τζήν με πρόσμενε με αγωνία. Και τότε… Τότε κατάλαβα πως δεν θα μπορούσα ποτέ να ξανάβρισκα το ταξί, μέσα στο φόγκ. Τότε γεννήθηκε ένα παράξενο συναίσθημα μέσα μου. Πως αν δεν βρω τώρα τούτη τη στιγμή τη Τζήν, θα την έχανα για πάντα.. Για πάντα…
            Τρελός από αγωνία, χύθηκα μέσα στην ομίχλη.        
            - Τζήν ! φωνάζω. Τζήν !!       
            Αυτοκίνητα παρ’ ολίγο να με χτυπήσουν. Οι σωφέρ φρενάρουν και βλαστημάν. Με παίρνουν για τρελό. Κι όχι άδικα. Είμαι τρελός από έρωτα και ομίχλη..
            - Τζήν ! φωνάζω. Τζήν !!       
            Κι έξαφνα, να ! Ακούω τη φωνή της !!
            -Εδώ είμαι, Ντίκ ! Εδώ !
            - Μίλα μου της λέω. Μίλα μου συνεχώς. Για να μπορέσω να σε βρω ! 
            Μιλάει συνεχώς. «Εδώ είμαι», μου λέει. «Προχώρα Ντίκ . Έλα κοντά μου. Σε περιμένω. Σ’ αγαπώ.» Κι εγώ, με αυτί ευαίσθητο, με καρδιά ξεχαλινωμένη από αγωνία μα κι ευτυχία, προχωρώ προς τη φωνή που οδηγεί και με καλεί….Κι όταν, επί τέλους, βρήκα το σταματημένο ταξί, ήμουνα κουρέλι. Ακούμπησα το κεφάλι στα γόνατα της πολυαγαπημένης μου κι έκλαψα σαν μωρό παιδί…
            Αυτή είναι η ιστορία που μου διηγήθηκε ο φίλος μου, καθώς περιπλανιόμαστε πέρα, στο Γουώππιν, μέσα στην νύχτα και το φόγκ.
             - Πες μου, Ντίκ, τον ρώτησα ύστερα από ώρα πολλή. Τι απόγινε με την Τζήν;
            - Έφυγε, μου αποκρίθηκε αυτός, μια μέρα που ο ήλιος έλαμπε στο στερέωμα. Την έχασα μέσα στην πολυκοσμία ενός ηλιόλουστου δρόμου. Και ούτε την ξαναείδα.

            Όσο προχωρεί η νύχτα, το φόγκ γίνεται όλο και πιο πυκνό.»

                       
            Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης  
Άρθρο υπ’ αρ. 286/ Κυριακή 04 Δεκεμβρίου 2016.




[1] Όποιος βρει τι σημαίνει το Μ. στο ψευδώνυμο του Καραγάτση θα του βρω όλες τις διαφορές μεταξύ λογιστικής και φορολογικής βάσης της επιχείρησης του.
[2] Φόγκ: Πυκνή ομίχλη, τόση ώστε να μην βλέπεις ούτε στο ένα μέτρο.
[3] Περιοχή του Λονδίνου στις βόρειο-ανατολικές όχθες του Τάμεση. Σας παροτρύνω για μια περιήγηση μέσω του google street view στα σημεία που αναφέρει το κείμενο του Καραγάτση. .
[4] ο ελαφρός ήχος από μικρά κύματα που χτυπούν στην ακτή
[5] Καταπληκτικό, αν το δείτε σήμερα το street view και κάνετε την απαραίτητη αναγωγή στο παρελθόν..

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016


            Βεβαίως και μου είναι συμπαθητικά τα πρόβατα που έχουν τέσσερα πόδια.  Στα δίποδα όμως πρόβατα, ή μάλλον όχι στα ίδια τα δίποδα, μα σε αυτήν τους την ιδιότητα, έχω μια – ας το πούμε - αντιπάθεια.


           
            Τέτοια δίποδα έσπρωχναν εψές για προλάβουν το σώβρακο με την καλύτερη έκπτωση. Τα ίδια δίποδα κάθονται ζαλισμένα μπροστά στην τηλεόραση και λαμβάνουν τις πιο κρίσιμες και ζαλισμένες τους αποφάσεις.  Συμμετέχουν σε «εκδηλώσεις», «συναντήσεις» και «σεμινάρια» που διοργανώνονται μόνον την περίοδο της οποίας έπονται κάποιες εκλογές.

            Δίποδα πρόβατα.

             Α ! ναι ! Ενίοτε δέχονται και λίγα αργύρια. Ε και σεις τώρα, μην το πάτε τόσο ακραία, περί προδοσίας και  άλλα άσχετα… Εννοώ πως για μια φτηνή εξυπηρέτηση  μπορεί να χαρίσουν μια πανάκριβη αξιοπρέπεια, επειδή – ξέρετε – ως δίποδα πρόβατα είναι και λίγο «τ’ απατού» τους. Μπορείτε να τα ξεχωρίσετε εύκολα αν θέλετε, γιατί  στην φωνή φωνάζουν και στο κλάμα κλαίνε. Σαν τρέχει ο διπλανός τους τρέχουν και αυτά χωρίς, όχι μόνον να δουν, μα και να ρωτήσουν τι στο καλό είναι αυτό που τους κυνηγάει !!

            Αυτά φίλοι μου αναγνώστες, είναι τα δίποδα πρόβατα.

            Βέβαια στην φάρμα ετούτη υπάρχουν και λίγοι  δίποδοι λύκοι που κάνουν τις «αρπαχτές» τις καλές. Γι’ αυτούς έχουν γραφεί τόσες αράδες οι οποίες τους κατέστησαν ως τα πιο καθαρά και ξάστερα ζώα. Τους ξέρουμε όλοι, και γνωρίζουμε ακριβώς τις κινήσεις τους. Το σπουδαιότερο όμως είναι πως, ότι κάνουν, το κάνουν προς το συμφέρον τους. Συνεπώς – αν και ζώα – πράττουν ορθολογικά και εμείς εδώ – ως μελετητές (..πφφφ) της φάρμας ετούτης – πρέπει να ασχοληθούμε με το μη ορθολογικό και όχι με το λογικό.

            Δηλαδή πρέπει να ασχοληθούμε μα την ανορθόδοξη στάση των δίποδων προβάτων και όχι με τους λογικά σκεπτόμενους δίποδους λύκους.  Πως λοιπόν τα πρόβατα αποφασίζουν να έχουν στάση που θα τους αποδίδει βραχυπρόθεσμα κέρδη αλλά μακροπρόθεσμη καταστροφή;  Γιατί που να πάρει, είναι τόσο πρόβατα τα δίποδα πρόβατα;

            Τώρα θα μου πείτε τα πρόβατα δεν κινούνται μόνα τους γιατί περιμένουν να μπει μπροστά ένα άλλο ζώο ηγετικό και δυνατό. Να βρεθεί ας πούμε ένα δίποδο λιοντάρι για να μπει μπροστά ηγέτης και λυτρωτής τους κι ας χρειαστεί -  που και που - να καταβροχθίζει  και κανέναν απ’ αυτούς!   Έτσι δεν κάνουν πάντα οι η Ηγέτες;  Δίνουν λύσεις με δεδομένες πάντα και κάποιες απώλειες… 

            Η αλήθεια είναι ότι όλοι γνωρίζουμε πως στην φάρμα ετούτη, που λέγεται Ελλάδα, δεν υπάρχει τέτοιο ζώο. Άκου λιοντάρι στην Ελλάδα…!  Αναγκαστικά, την θέση του την έχουν λάβει τα δίποδα κουνέλια. Αυτά ντε, που ενώ έχουν τις γνώσεις και τις προϋποθέσεις αντί να βοηθήσουν  «κάνουν τα κουνέλια». Ναι ! Τέτοια δίποδα κουνέλια υπάρχουν παντού ! Είναι αυτά που τα έστειλαν οι γονέοι τους να μάθουν γράμματα για να γίνουν άνθρωποι. Αυτοί, ναι μεν έμαθαν τα γράμματα μα προσηλώθηκαν στα χρήματα, ξεχνώντας την παραγγελιά του πατέρα τους  Γραμματιζούμενα δίποδα κουνέλια δηλαδή…

            Και κει κολλήσαμε αδερφέ.
            Από το πρόβατο στον λύκο κι από τον λύκο στο κουνέλι.
            Το ένα εναλλάσσει το άλλο.

            Κι η μελέτη της φάρμας άρχισε πια να γίνεται τόσο πληκτική…

            Μεσημέριασε..  Aς κάνω ένα διάλειμμα για να φάω το καρότο μου…

            Εσύ φίλε μου … Εσύ, να χαρείς, πήγαινε στην αυλή και κάνε όσο περισσότερο θόρυβο μπορείς, μπας και  φανεί κανείς δίποδος αετός από τα πέρα τα χιονισμένα βουνά…

                       
            Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης  

Άρθρο υπ’ αρ. 285 / Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016. 

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016


            Στα χέρια μου έπεσε, στα μάτια μου λαμπίρισε, η ποιητική συλλογή της Ελένης Λεμονή[2] με τίτλο «Εγώκοσμος».  Κι αν η Ελένη (μας) είναι γλυκιά - μα αθόρυβη -,  οι σελίδες του βιβλίου εμφανίσθηκαν αρκετά θορυβώδεις ώστε  να στρέφουν με ευκολία το ενδιαφέρον μας προς αυτές…
            Η αλήθεια είναι πως οι σελίδες αυτού του βιβλίου – όπως κάθε βιβλίου ποίησης - δεν διαβάζονται. Τον επιτελικό ρόλο τον αναλαμβάνουν οι ίδιες οι σελίδες. Άλλοτε σου μιλούν ψιθυριστά, άλλοτε φωνάζουν για να ακούσεις καθαρά αυτό που θέλουν να σου πουν.       Δεν τις διαβάζεις. Τις ακούς.



            Αν θελήσουν να σου μιλήσουν για την θάλασσα θα σου πουν:

            «Γονάτισα. Μέσα στις χούφτες μου νερό ξεχώρισα και σε ρώτησα:
            Ποιανού βουνού είσαι το δάκρυ; Είσαι του ποταμιού ή της πηγής ή μήπως το δάκρυ είσαι από τις μανάδες των σφουγγαράδων; Είσαι εσύ που πότισες τη γη κάποιο φθινόπωρο ή τ’ απόνερο το παρακατιανό ή μήπως όλα αυτά μαζί και ντύθηκες το χρώμα τ’ ουρανού;  Το χρώμα σου το έχασες (μέσα στη χούφτα μου), δεν απάντησες, μόνο σίγησες κι αθόρυβα γλίστρησες μέσα στην γαλανή της μάνας σου αγκαλιά…»
           
            Άλλοτε μπορεί να θέλουν να σου πουν για το φθινόπωρο  ή για την επερχόμενη καταιγίδα:

            «Πόσο με θλίβει του φθινοπώρου αυτή η σκοτεινιά, όπου τα δέντρα κλαίνε για το φύλλωμα, κι ο ουρανός για ήλιο…»
             «Ο ουρανός πεισματικά γκρίζος διαστρέβλωνε την αλήθεια του ήλιου καθώς το φώς του σύμπαντος, το ελάχιστον, διαθλάται μέσ’ από τις σταγόνες της βροχής…»
            «Παλεύει η θάλασσα με την στεριά, τα πεισμωμένα βράχια λιώνει. Γέρνουν οι ευκάλυπτοι στου αγέρα την ορμή προσκυνητές.»

            Ναι.
            Η ποίηση μιλά στον αναγνώστη και περιγράφει τον έρωτα σε λίγες λέξεις.
            Δεν θέλει πολλές: 
           
            «Μ’ έβαλες μέσα στους καημούς σου και ‘γω σου σύστησα την πίκρα μου,  μια συντροφιά γινήκαμε θλιμμένη, μα έπειτα, ένα τραγούδι, βγήκε, κι έφυγε πρώτα η πίκρα μου κι ύστερα οι καημοί σου αλάργεψαν. Κι ανάμεσά μας η ζωή να μας κοιτά..» Η αλήθεια είναι πως είναι περίεργο «πως μπορούν λίγα λόγια να σου δίνουν φτερά να πετάς κι η ζωή σου να γίνει γιαλός σαν λιωμένο ασήμι…»

            Όμως όλα αυτά, σε έναν κόσμο δύσβατο. Σκληρό και δύσκολο. 

            «Ζούμε επάνω σε έναν μικρό, πολύ μικρό κόσμο.
             Ο ένας ακούει τις ανάσες του άλλου καθώς λαχανιασμένοι τραβάμε την ανηφόρα.
            Ανάσες βαριές από το βάρος της τύψης, ανάσες βρώμικες από τις αναθυμιάσεις της συνείδησης.
            Κι όμως δεν μακραίνουμε ο ένας από τον άλλο,  λες και είμαστε δεμένοι με αόρατα νήματα.
            Πόσο ν’ απέχει το τέλος του δρόμου;»[3]
           
            «Που πήγες ομορφιά του Κόσμου;
            Που πήγε το Εμείς;
            Ο κόσμος τυλίχτηκε σ’ ένα πελώριο Εγώ.
            Ζούμε σ’ έναν Εγώκοσμο.»

            Ζούμε σε ένα εγώκοσμο μας λέει η Ελένη…            Σε έναν κόσμο δύσκολο η ανάγκη της επικοινωνίας είναι θέμα ζωής και θανάτου:

            «Κοιτάζω τον εαυτό  μου στον καθρέπτη και πυροβολώ.
             Μαζεύω τα κομμάτια.
             Ήταν τότε που με βρήκες με ματωμένα χέρια.
             Ήταν τότε που ήθελα βοήθεια…
            Ήταν τότε που δεν κατάλαβες...»    

            Και κάποια στιγμή πρέπει να πάρεις κάποιες αποφάσεις:

            «Ας τους να είναι.
            Πες πως δεν είδες το μαχαίρι.
            Πες πως δεν ένοιωσες τη μαχαιριά.
            Την αγκαλιά σου μίκρυνε. Μην βάζεις άλλους μέσα.
            Και μπρος απ’ των ονείρων σου το καθαρό κατώφλι γράψε πως πρέπει όποιος θα μπει τα πόδια να σκουπίσει, τ’ όνειρο μην λασπώσει το λευκό σου..»

            Αλλά η πίεση μεγάλη. Πώς να αντέξεις:
           
            «Τ’ απόβροχα, κοντά στα μάτια, τα θηκιάζω και χύνω τα ποτάμια στα φαράγγια του μυαλού μου μην τύχει και ξεπλυθούν οι βρώμικες και λασπωμένες σκέψεις.»
            «Κατάκοπη ψυχή, τώρα στο τέλος που όλα μίκρυναν, το Εγώ μια λέξη χωρίς νόημα. Το Ζω σημαίνει θάνατος κι ο Θάνατος ελπίδα...»
           
            « Ο Θεός, ο δικός μας Θεός, αν τον δείτε ρωτήστε τον γιατί μας ξέχασε.
            Μέσα στους κουρασμένους αναστεναγμούς μας τον αναμασάμε ματαίως…»  
           

            Καλή σας εβδομάδα φίλοι μου αναγνώστες !!          
                       
            Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης  
Άρθρο υπ’ αρ. 284 / Κυριακή 06 Νοεμβρίου 2016.



[1] Δραπέτης Νούς. Από την ποιητική συλλογή «Εγώκοσμος» της Ελένης Λεμονή.
[2] Ελένη Λεμονή. Ποιήτρια, γέννημα θρέμμα του Αττικού Ουρανού. Πνεύμα ανήσυχο, ακούραστο και πολυταξιδεμένο. Τα Χανιά έχουν πάρει από την όμορφη Ρόδο, την σκυτάλη φιλοξενίας της...  
[3] Τμήμα της εισαγωγής της ποιητικής συλλογής «Εγώκοσμος»  

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016




Η πίεση συνεχίζεται ασταμάτητα ώστε να παραχωρηθεί κάθε αξιόλογο δικαίωμα της Χώρας μας σε ξένα χέρια. Το αιτιολογικό είναι το ότι  εμείς είμαστε άχρηστοι ή τέλος πάντων πως αυτοί το κάνουν καλύτερα. Εμείς είμαστε για τα μπάζα. Αυτό εμένα βέβαια με είχε μπερδέψει. Τι να εννοούν ότι είμαστε για τα μπάζα; Πως πρέπει να γίνουμε όλοι εργολάβοι; Τέλος πάντων, δεν κατάλαβα ακριβώς τι θέλουν να πουν και γι αυτό συνεχίζω τον προβληματισμό μου.   
Σκεφτόμουν λοιπόν στο Πανεπιστήμιο (με σπούδασε οικονομολόγο  -με τον ιδρώτα του αγρότη-  ο κυρ. Αρτέμης) μάθαμε πως οι ξένες επενδύσεις βοηθούν στην ανάπτυξη. Ναι, το θυμάμαι καθαρά, σαν και τώρα. Οι ξένες επενδύσεις βοηθούν την Χώρα.  Όμως η τελική επαγγελματική μου ιδιότητα   - ως λογιστής -, με έμαθε να κάνω μια πράξη παραπάνω από την θεωρία, και βλέπω στην πράξη να «μη μου κλείνει ο ισολογισμός»…
 Έρχεται δηλαδή ο ξένος επενδυτής βάζει 50 μύρια  στην Χώρα μας και μετά βγάζει 200 μύρια και τα παίρνει στη Χώρα του...
 Που στο καλό είναι η Ανάπτυξη;
 Στην απασχόληση;
 Και γιατί δεν γίνονται εθνικές οι επενδύσεις να αυξηθεί και η απασχόληση να μας μείνουν και τα μύρια;

Τέλος πάντων, λογιστάκος είμαι κάποιο λάθος θα κάνω.

Αλλά σκέφτομαι πως ακόμα και αν κάνω λάθος, είμαι βέβαιος πως τα πράγματα πηγαίνουν καλά. Σύντομα, μετά δηλαδή που θα παραχωρηθεί κάθε αξιόλογο δικαίωμα της Χώρας μας, οι έχοντες τα δικαιώματα αυτά  θα θέλουν να τα χρησιμοποιήσουν. Ν’ αβγατίσουν τις επενδύσεις τους.  Και σε αυτό το σενάριο το σίγουρο είναι πως δεν θέλουν δίπλα τους κατεστραμμένες μάζες  ούτε  επικίνδυνες εξεγέρσεις. Θα θέλουν Ηρεμία και Κατανάλωση.

Να το ξαναπούμε: Θα θέλουν Ηρεμία και Κατανάλωση.

Να λοιπόν τα  ευχάριστα τα νέα !!     

Σύντομα αυτοί, θα θέλουν να καταναλώνουμε κάτι παραπάνω (πως θα πουλάνε την πραμάτεια τους άλλωστε;) και να είμαστε  καλά παιδιά χωρίς πολλά - πολλά  νεύρα. Άρα θ’ αυξηθούν λίγο οι μισθοί, θα μειωθούν οι φόροι κάτι τις, θα μειωθεί η ανεργία και όσοι μένουν άνεργοι να δεις που θα έχουν κι’ αυξημένα τα επιδόματα ανεργίας !! Οι δουλειές θα ανοίξουν και η τότε κυβέρνηση να δεις που θα χαρακτηριστεί και σωτήρας…
Τι άλλο να θέλουμε. Όλα καλά !! Μία μόνον διαφορά. Μία μόνον προϋπόθεση:  
Να μην μπορεί κανένας απ’ αυτούς τους καταναλωτές να αποταμιεύει.
Δηλαδή να έχει να καταναλώνει (για να πουλάνε αυτοί) αλλά όμως να μην μπορεί να βάζει κάτι στην άκρη. Διότι αγαπητοί μου αναγνώστες, αν κάποιος αποταμιεύει μπορεί με τα χρήματα αυτά να διεκδικήσει το δίκιο του π.χ. πληρώνοντας  έναν δικηγόρο.. 

Όχι .. όχι…
Αυτό δεν το θέλουνε…

Καμία αποταμίευση ώστε να μην υπάρχει καμία δυνατότητα αντίδρασης.

Θα βγάλουν και μερικούς νόμους για να προστατεύσουν τον Πύργο τους και όλα εντάξει.  Θα ξέρετε για παράδειγμα των όσων αναφέρω το άρθρο 63 του Ν.4174/2013  σύμφωνα με το οποίο για να ζητήσεις το δίκιο σου σε μια φορολογική επιβολή προστίμου θα πρέπει πρώτα να πληρώσεις το 50%  του προστίμου αυτού για να έχεις το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο. Δεν τα έχεις;  Δεν μπορείς να πας στα δικαστήρια !!  Αιτιολογούνται πως νομοθέτησαν για να μην πηγαίνει η «σάρα και η μάρα» στα δικαστήρια, μα μου φαίνεται πως το νομοθέτησαν για να μην μπορεί να σηκώσει κανείς το κεφάλι παρά μόνον οι λίγοι, οι πολλοί λίγοι…
Ποιο κάτω, ο ίδιος νόμος,  λέει πως αν αργήσεις μία μέρα μετά τις 30 ημέρες να υποβάλλεις την προσφυγή σου χάνεις το δίκιο σου...
Ακόμα πιο κάτω λέει πως αν προλάβεις να υποβάλλεις την προσφυγή σου (η περίφημη ενδικοφανή προσφυγή)  και δεν προλάβουν να την εξετάσουν τα αρμόδια όργανα μέσα σε 30 ημέρες θεωρείται ότι έχασες την προσφυγή…
Ωραίος νόμος, αγγελικά πλασμένος. Συνταγματικός που δεν πάει άλλο.. (καλή ώρα…)

Και να δεις φίλε μου που τα καλά και τα ωραία δεν θα σταματήσουν εδώ.

Όποιος έχει επαφή με το «όνειρο», το «πρότυπο» (σ.σ. αναφέρομαι στις Η.Π.Α.) θα διαπιστώσει πως όλα περιστρέφονται γύρω από έναν συνεχή και αδιάκοπο καταναλωτισμό βασισμένο στην ενοικίαση και στις δόσεις της πιστωτικής σου κάρτας.  Εξαφανισμένη η ιδιοκτησία στους πολλούς. Πληρώνεις την δόση σου και έχεις το αμάξι σου. Την επόμενη ημέρα που ανοίγεις την τηλεόραση (που την πληρώνεις με δόσεις) και δεις στο συνδρομητικό κανάλι (που το πληρώνεις με δόσεις) κάποια διαφήμιση ενός άλλου όμορφου αμαξιού η απόφαση είναι απλή  και γρήγορη. Αλλάζεις τις δόσεις (του προηγούμενου αμαξιού) σε νέες δόσεις του νέου αμαξιού. 
Ευδαιμονία…
Ευτυχία…
Και να τα νέα αμάξια (με νέες δόσεις) και να τα σπίτια (με νέες δόσεις) και να τα όνειρα (με νέες δόσεις).
           
Συνεπώς να μην ανησυχείτε καθόλου.

Η αντιστροφή του κλίματος έρχεται γρήγορα. Η «ευημερία» και η «ευτυχία» είναι θέμα λίγων, μα πολύ λίγων ετών. Το ότι εκείνη η «ευημερία», εκείνη η «ευτυχία», θα είναι με δόσεις δεν νομίζω να μας πειράξει και πολύ..

Ο Καζαντζάκης έλεγε  « Αν δεν φτάσεις στο χείλος του γκρεμού δεν βγάζουν οι πλάτες σου φτερούγες». Όμως αυτοί φροντίζουν να μας απασχολούν νυχθημερόν καταναλώνοντας τα προϊόντα και τα στερεότυπα τους για  να μην μας μείνει χρόνος να καθαρίσουμε τον χώρο από τις φυλλωσιές και δούμε καθαρά, όλοι μας, τον γκρεμό που τρέφεται με τους πιο αδύναμους και αποκαμωμένους. Αν δούμε έγκαιρα τον γκρεμό πως θα μας αντιμετωπίσουν; Τι θα κάνουν όταν οι πλάτες μας έχουν βγάλει  φτερούγες;  

           
            Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης  

Άρθρο υπ’ αρ. 283 / Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016.