Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018


Dance Me to the End of Love.



Ανέβαλε συνεχώς την κίνηση κρύβοντας το βλέμμα του.
Μα τώρα, μετά από πολλές προσπάθειες, δεν δίστασε και την πλησίασε.

-          Χορεύετε;

Παύση κάπου επτά ώρες, ίσως και παραπάνω…
Έτσι τουλάχιστον του φάνηκε…

Τα μάτια της χαμογέλασαν.

Τώρα πια, στον ώμο του, ακουμπά τ’ όνειρο.
Στροβιλίζει τ’ άρωμα της κι αδειάζει τον χώρο.

Μόνοι τους με τόσο κόσμο γύρω τους. Που πήγαν όλοι;

Καιγόταν τα μάγουλα του στα μαλλιά της. Έσβηναν με τον ιδρώτα του. 
Στροβίλιζαν οι κινήσεις τους, δίπλωνε και ξεδίπλωνε στην αγκαλιά του.

Πέρασαν τόσα χρόνια μέσα σε κείνα τα λεπτά, και το τραγούδι έφτανε στο τέλος του. Κι ίσως και πιο πέρα. Στο τέλος της αγάπης;

Όσοι  ήξεραν του χαμογελούσαν κάθε φορά που τον συναντούσαν στο δρόμο.
Δεν τον παρεξηγούσαν που τραγουδούσε μόνος του:

Dance Me to the End of Love…

Όσοι δεν ήξεραν, λάμβαναν αποστάσεις ασφαλείας.

Dance Me to the End of Love….

Μια φορά μονάχα σταμάτησε ο Γιάννης να τραγουδά και τα θολά του μάτια γίνηκαν πάλι λαμπερά..

Κάτι είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο…
Μα σαν εκείνο χάθηκε, συνέχισε να χαμογελά στις νεραντζιές  και να σιγοτραγουδά:

Dance Me to the End of Love…


Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 318 / Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018


Δέκα χρόνια με την κληρονομιά του Γιώργη Μανουσάκη.


Επί ευκαιρίας της πρόσφατης - απόλυτα επιτυχημένης - εκδήλωσης για τα δέκα χρόνια από το θάνατο του σπουδαίου Χανιώτη ποιητή και πεζογράφου Γιώργη Μανουσάκη, θα ήθελα να παραθέσω την προσωπική μου αίσθηση σαν αγγίζω την λογοτεχνική του κληρονομιά.
Κατ’ αρχάς, η σχέση μου με τα γραπτά του συγκεκριμένου ποιητή μου θυμίζει εκείνη την βόλτα εντός των μεσαιωνικών τειχών της  παλιάς πόλης της Ρόδου στην οδό Σωκράτους,  νότια παράλληλη της οδού των Ιπποτών. Σε εκείνη την οδό υπάρχει ένας καταπληκτικός καφενές και καθώς περνούσα - τότε στα χρόνια της θητείας μου -  κάθισα να απολαύσω έναν καφέ  και την ομορφιά του χώρου.
Όμως, λίγο μετά την παραγγελιά, ένιωσα μια περίεργη αναστάτωση με εκείνον τον χώρο. Το βλέμμα μου παρατηρούσε με ανησυχία το εσωτερικό του καφενέ, το ψηφιδωτό πάτωμα με τα μικρά βότσαλα και τα περίτεχνα σχέδια, την ξύλινη τοξωτή είσοδο με τα σκαλιστά φύλα, τους μικρούς πολυέλαιους με τα κεριά, τα δεκάδες μεταλλικά και κεραμικά συμπράγκαλα  που ήταν αναρτημένα στους τοίχους.
Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά.
Τα ξανακοιτούσα ξανά και ξανά μέχρι που έκπληκτος διαπίστωσα πως ο χώρος ήταν εκείνος που είχα ζωγραφίσει από μια καρτ ποστάλ πριν δύο χρόνια !
Ε ναι  λοιπόν !! Βρισκόμουν μέσα στην ζωγραφιά μου !!

Ακριβώς αυτό το συναίσθημα ένιωσα και με την γραφή του Γιώργη Μανουσάκη. Αυτό που αναζητούσα λογοτεχνικά, παρουσιάστηκε με την ποίηση του και προσφέρθηκε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να το βιώσω την πραγματική του διάσταση. Με έβαλε μέσα στην ποίηση και την  γραφή. Μου πρόσφερε ένα τραπεζάκι και μια καρέκλα, με κέρασε ένα καφέ και με άφησε να παρατηρώ το συναίσθημα από μέσα και τούτο ήταν τόσο συγκλονιστικό !

Δύο χαρακτηριστικά της γραφής του μόνον θα ήθελα να αναφέρω μια που η πίεση του χώρου  στην αρθρογραφία δεν μου επιτρέπει να παραθέσω το σύνολο των αξιοθαύμαστων σημείων  του έργου του.

Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι η ευθύτητα. Στην ποίηση και την πεζογραφία   του Γιώργη Μανουσάκη δεν κάνεις κύκλους για να φτάσεις στον στόχο. Δεν συμπεραίνεις δια μέσω κάποιας λαβυρινθώδους διαδρομής. Δεν φτάνεις σε αδιέξοδα του «ίσως να εννοεί και αυτό».  Λαμβάνεις στο μέγιστο την ικανοποίηση ακριβώς όπως την λαμβάνει ένας τοξοβόλος τον οποίο τόσο ευχαριστεί να παρατηρεί το βέλος του να σκίζει τον αέρα με ευθύτητα και – ω τι ευτυχές – να βρίσκει  και τον στόχο.  Αντίθετα, ο τοξοβόλος,  δεν θα είχε την ίδια ικανοποίηση αν το βέλος του ήταν τηλεκατευθυνόμενο και μετά από δεκάδες στροφές και παρακάμψεις κατέληγε   έστω και στον στόχο, μ’ έναν τέτοιο τεχνητό τρόπο.

Ενδεικτικά των όσων προαναφέρθηκαν θα ήθελα να παραθέσω τρία τμήματα της γραφής του :

«Τα Ρολόγια» από την ποιητική συλλογή «Χώροι Αναπνοής», εκδ. Πρόσπερος (1988):

Τα ρολόγια.

«Σταμάτησε στο σπίτι του όλα τα ρολόγια.
Σκέψη τρελή ενός γέρου που φαντάστηκε
πως θ’ αποκοίμιζε το χρόνο αν έπαυε να τον μετρά.
Ξέχασε πως το σώμα του
ήτανε το ρολόι που λειτουργούσε
με την μεγαλύτερη ακρίβεια.
Κι έδειχνε κιόλας παρά πέντε.»


Ομοίως στο « Η Βοή της Πόλης» από την συλλογή τριάντα δύο μικρών πεζών  «Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα»», εκδ. «Οι εκδόσεις των Φίλων» (1999):

Η βοή της πόλης.

«Αυτός ο ακατάπαυστος βόμβος, που ανεβαίνει από την κίνηση του δρόμου,  είν’ ο σφυγμός από τις αρτηρίες της πόλης.
 Ακούγεται νυχτοήμερα, μονότονος (…), καθησυχαστικός  μέσα από την έντασή του, βεβαιώνοντας ότι η ζωή συνεχίζεται το ίδιο πάντα τερατώδης κι απάνθρωπη, (…).

Ένα βράδυ τούτος ο θόρυβος κόπηκε ξαφνικά, ποιος ξέρει για ποιόν λόγο. (..)
Τινάχτηκα, περιχυμένος από κρύον ιδρώτα, με την αίσθηση του πνιγμού, (…).

Ευτυχώς το βουητό ξανάρχισε και μ’ανακούφιση έγειρα πάλι στο κρεβάτι μου. Η ζωή συνεχιζόταν»

Τέλος ας κάνουμε αναφορά και στο «Αόρατο Εργόχειρο»  από τα  ανέκδοτα ποιήματα του Γ. Μανουσάκη: «Τα ποιήματα 1967-2007» Εκδόσεις Γαβριηλίδης.


Αόρατο εργόχειρο.

«Τα δάχτυλα κινούνται στον αέρα με μιαν απίστευτη πιτηδειοσύνη.
Αναρωτιέσαι μην έχεις μπρος σου μια μεγάλη ηθοποιό που με λεπτότητα κι ευγένεια μιμείται τις κινήσεις του πλεξίματος.
Το βελονάκι δουλεύει αόρατο στα δάκτυλα της.

Κάποτε σταματά. Διπλώνει το πλεκτό.
« Βράδιασε. Αύριο πάλι πρώτα ο Θεός…»

Κάθετε λίγο με τα χέρια σταυρωμένα:
«Παράξενο μου φαίνεται που ακόμη δεν ήρθε ο «κύριος» μου να με πάρει…»

Λίγο πιο κει, ο πιο γέρος της παρέας Χώνει το πρόσωπό στα δύο του χέρια:
«Λες και δε ζήσαμε μαζί πενήντα χρόνια…..»



Το δεύτερο χαρακτηριστικό που θα ήθελα να αναφέρω είναι η αποδόμηση των φοβιών και ιδιαιτέρως του φόβου στον θάνατο.
Στην πραγματικότητα καταφέρνει μέσα από την γραφή του να αφαιρέσει από τους τρομακτικούς φόβους μας τις πανοπλίες τους και να τους φέρει μπροστά μας, γυμνούς, όπως και εμείς.
Τούτο βέβαια δεν σημαίνει πως αφαιρώντας την πανοπλία των φοβιών μας τους κάνει ανίσχυρους. Όμως έχοντας απέναντι μας τον φόβο χωρίς την πανοπλία του τον αντιμετωπίζουμε χωρίς τρόμο. Κάποιους μπορούμε και να τους νικήσουμε. Κάποιοι άλλοι είναι ανίκητοι, όπως ο θάνατος, μα η τελική μάχη δεν θα γίνει υπό το ψυχοφθόρο καθεστώς του τρόμου το οποίο συχνά οδηγεί και σε πρόωρη κατάρρευση. Άλλωστε όταν αφαιρείς από τους φόβους την πανοπλία τους στην ουσία τους περιορίζεις την επιθετική – πολεμική τους ορμή. Τους ηρεμείς..
Τούτα τα συμπεράσματα έβγαλα από τις λογοτεχνικές αναφορές του Γιώργη Μανουσάκη στους φόβους μας και ιδιαίτερα στον θάνατο.
Πως όμως να σας παρουσιάσω ενδεικτικά κείμενα του, όταν το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την συνολική ανάγνωση των αναφορών του; Ίσα – ίσα θα μπορούσα να πω πως, για έναν περίεργο λόγο, η αποσπασματική ανάγνωση των ποιημάτων του, όσο αφορά το δεύτερο χαρακτηριστικό που πραγματευόμαστε,  μπορούν να οδηγήσουν στην αντίστροφη και λανθασμένη εντύπωση ενός φοβικού συνδρόμου.
Έτσι, αντί να σας παρουσιάσω ενδεικτικά για το θέμα αυτό κάποια ποιήματα ή πεζά του γραπτά θα σας παραθέσω τμήματα από τον επίλογο που έγραψε ο ίδιος ο Γιώργης Μανουσάκης στην συλλογή των τριάντα δύο μικρών πεζών «Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα» (Εκδ. «Οι εκδόσεις των φίλων» (1999) με τον τίτλο «Δύο λόγια που ίσως δεν είναι κι αναγκαία» :

Δύο λόγια που ίσως δεν είναι αναγκαία.

«Όλοι έχουμε το σκοτεινό μας υπόγειο. Πολλοί, μακάριοι αγνοούν την ύπαρξη του. Άλλοι την υποψιάζονται ή και τη γνωρίζουν και προσπαθούν, σ’ όλη τους την ζωή, να κρατούνε κλειστή την καταπαχτή που οδηγεί σε αυτό.
Κάποτε βέβαια, μην αντέχοντας άλλο την εσωτερική πίεση, η καταπαχτή ανοίγει απότομα, σαν από έκρηξη, κι οι αφελείς κι οι ανυποψίαστοι βλέπουν κατάπληχτοι τον κόσμο των τεράτων που βγαίνουν στο φως.
[Τούτα] (..) δεν είναι παιγνίδια μιας γόνιμης αλλ’ αρρωστημένης φαντασίας, ούτε πρόθεση εντυπωσιασμού μεσ΄ από εικόνες και σκηνές παράλογες, εφιαλτικές ή μακάβριες. Είναι η μορφές που πήρανε, για να ξεφύγουν από την από την πιεστική αστυνόμευση της λογικής, [από] ανασφάλειες, αδιέξοδα, φόβους κι ενοχές, απραγματοποίητες επιθυμίες που κακοφόρμισαν (…).
Τα βγάζω στην επιφάνεια για να πάρουνε λίγο αέρα, όχι για ν’ απαλλαγώ απ’ αυτά, αφού πάντα ξαναγυρίζουν που είχανε συνηθίσει να ζούνε, μόνον για να τους δείξω κάποιαν οικειότητα, ώστε να ημερέψουν όσο είναι δυνατόν, να μη μου δείχνανε τόσο συχνά τα νύχια τους.»


          Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 317 / Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018


Τα τρία δευτερόλεπτα.



Ήταν ένα μυστικό που δεν το είχε εκμυστηρευθεί σε κανένα.
Πώς να το πράξει άλλωστε αφού, αν το έλεγε, το πρώτο πράγμα που θα του πρότειναν θα ήταν να πάει να κοιτάξει κανένα ψυχίατρο.

            Άσε που δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να πει και τον τρόπο που ανακάλυψε πως είχε αυτήν την υπερφυσική δυνατότητα δηλαδή, να γίνεται αόρατος και να ίπταται χωρίς καμία δυσκολία.

            Ο Μανιός πάντα ήταν αδύναμος χαρακτήρας. Δεν άντεχε την μεγάλη πίεση και τα προβλήματα και μέσα στις όποιες δυσκολίες του, έκανε το απονενοημένο εκείνο το βράδυ. Βγήκε στο μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου της οδού Βορρά και πήδηξε. Κατά την πτώση του, στην ανέλπιστη προσπάθεια των νευρώνων του εγκεφάλου του για επιβίωση, προτάθηκε το στήθος, ορθώθηκαν οι ώμοι, άνοιξε τα χέρια του και ανέβασε το πηγούνι του ψηλά !

Πετούσε !!
Μα το Θεό πετούσε !!
Δεν πίστευε στα μάτια του !!

Διέσχιζε τους δρόμους στο ύψος της κορυφής των δένδρων περίπου στο ύψος του τρίτου ορόφου  των πολυκατοικιών, χωρίς καμία δυσκολία και χωρίς να τρομάζει κάποιους από τους περιπατητές, άρα ήταν σίγουρος πως δεν τον έβλεπαν !!

Άγγιξε το έδαφος με άνεση στην συμβολή των οδών Βυζάντιου και Μάρτενς και αμέσως ψηλάφιζε  το σώμα του να δει αν όλο τούτο ήταν αληθινό.

 Μια κυρία τον ρώτησε αν ήταν καλά..
Άρα τον έβλεπε !! Όταν πατούσε στο έδαφος ήταν ορατός !

Από τότε ο Μανιός, έκανε συχνές εναέριες βόλτες και η ζωή του άλλαξε. Έβλεπε τον κόσμο αλλιώς, γιατί από εκεί μελετούσε την προσπάθεια που κατέβαλαν καθημερινά οι άνθρωποι για την επιβίωσή τους. Συχνά ακολουθούσε γνωστούς του που νόμιζε πως είχαν άνετη ζωή, αλλά έβλεπε τελικά πως όλοι είχαν το δικό τους γολγοθά ν’ αντιμετωπίσουν. Έβλεπε πως παρόλο τα προβλήματα τους, είχαν το αποκούμπι των δικών τους ανθρώπων, είχαν τα παιδιά τους, είχαν τέλος πάντων μια ζεστή αγκαλιά που τους επέστρεφε στο χαμόγελο. 

Συνειδητοποίησε τι ανοησία, πήγε να κάνει εκείνο το βράδυ, και πως η τύχη με την υπερφυσική του δυνατότητα κυριολεκτικά τον έσωσε  την τελευταία στιγμή.

Εκεί λοιπόν που ο Μανιός βρισκόταν πριν στο αδιέξοδο, τώρα βάλθηκε να βοηθά όσους μπορούσε! Μάθαινε τα προβλήματα τους μέσα από την ιπτάμενη παρακολούθηση και μετά τους πλησίαζε δίδοντας τους συμβουλές, λέγοντας τους πόσο όμορφη είναι η ζωή και μαρτυρώντας τους,  όμορφα κρυφά μέρη, κοντά στην πόλη, που είχε βρει κατά τις  ασταμάτητη εναέρια του παρακολούθηση.

Τρομακτικός θόρυβος.

Θρύψαλα κόκαλα,  σάρκα σκορπισμένη στο πεζοδρόμιο της οδού Βορρά,  σε μια λίμνη αίματος το άψυχο κορμί του Μανιού …

Μα πως είναι δυνατόν όλα αυτά που έδωσαν λύση στα προβλήματα του, να τα  σκέφτηκε τελικά στα τρία δευτερόλεπτα της πτώσης του;
Πως χώρεσαν όλα αυτά σε τρία δευτερόλεπτα;
Τόσα χρόνια ζωής πριν, τόσες ημέρες, τόσες ώρες - αλίμονο-  δεν έβρισκε  τον χρόνο να τα σκεφτεί;
Κι η μάνα του;


          Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 316 / Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Στο Φωτακαδιανό Σχολειό





Ετούτο το Σάββατο μαζεύτηκαν οι Φωτακαδιανοί στο παλιό μας σχολειό, να πιούνε ένα κρασί, να πούνε μια κουβέντα, να κόψουν την πίτα τους.

Σε ανάρρωση ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου δεν κατάφερα να πάω, μα έμαθα πως γέμισε η αίθουσα απ’ όλες τις γειτονιές του χωριού  και τούτο μου ήταν τόσο, μα τόσο ευχάριστο !!

Τα χωριανάκια που πήραν στην πλάτη τους την εκδήλωση πέτυχαν ένα άριστο αποτέλεσμα και τους αξίζει ένα μεγάλο μπράβο. 
Μα και οι ίδιοι οι χωριανοί μπορεί να είναι λίγοι και να χωρούν ίσα - ίσα σε μια αίθουσα, αλλά γνωρίζουν την σπουδαιότητα της κοινωνικότητας, αίσθημα που καθημερινά καταρρέει στις πόλεις της ατομικότητας και της αποξένωσης.  Πως λοιπόν να μην τους αναλογούν και σε αυτούς τα ανάλογα εύσημα.

Η  αλήθεια όμως είναι πως δεν βοήθησε σε τούτο το όμορφο αποτέλεσμα μόνον ο κόπος των διοργανωτών και η παρουσία των χωριανών μας.

Βοήθησε εντελώς απρόσμενα και το ίδιο το κτήριο που έγινε η συνάντηση.
Ναι…
Βοήθησε το παλιό μας το σχολειό, αυτό που  αρκετοί από τους παρευρισκόμενους ή τα παιδιά τους,  έμαθαν τα πρώτα τους γράμματα…
Αυτό το παλιό λοιπόν σχολείο δεν έχασε την ευκαιρία.
Ψιθύρισε στενοχωρημένο σε έναν - έναν τους χωριανούς μήπως ξέρουν που πήγαν τα θρανία που είχε, μήπως ξέρουν που πήγαν οι κορνίζες των αγωνιστών του ’21 που περιστοίχιζαν τους τοίχους κοντά στο ύψος του ταβανιού. Μήπως ξέρουν που πήγαν οι χάρτες και οι κιμωλίες…

Η μεγαλύτερη του επιμονή ήταν για το που πήγε εκείνη η θεατρική σκηνή που ήταν απ’ άκρη σ’ άκρη στον απέναντι τοίχο της εισόδου.  Επέμενε γιατί  – λέει - αν είχαμε  εκείνη την σκηνή  θα μπορούσαμε τώρα ν’ ανέβουμε από τα πίσω πλαϊνά σκαλιά της και χωρίς να σύρουμε το κορδόνι της αυλαίας, να κοιτάξουμε κρυφά ανάμεσα στις κουρτίνες. 
Από εκεί, μας είπε, πως δεν θα βλέπαμε τους χωριανούς που ήρθαν σήμερα, μα εικόνες τριάντα και σαράντα χρόνια πίσω.  Θα βλέπαμε τους ίδιους χωριανούς, με ξεκούραστα πρόσωπα,  χωρίς ρυτίδες και άσπρα μαλλιά, που καθόταν στα θρανία για να δουν τα κοπέλια τους να  παίζουν τα θεατρικά που τους είχε βάλει ο δάσκαλος ή να απαγγέλουν ποιήματα.
Θα βλέπαμε  γιαγιάδες και παππούδες που έχουν φύγει, ίσως και γονείς ή ακόμα και συμμαθητές που τους χάσαμε άδικα.  
Θα τους βλέπαμε από εκείνη την χαραμάδα όλους χαρούμενους με καμάρι να κοιτάζουν την όμορφη γιορτή και να μας φωνάζουν:

-          Μην μας ξεχάσετε..
-          Μην ξεχάσετε το χωριό.

Και εμείς πώς να ξεχάσουμε την παραγγελιά του σχολειού.
Πώς να  ξεχάσουμε τις ρίζες μας…
Πως να μην ξεχάσουμε το χωριό μας…


Υ.Γ. Το Φωτακάδο είναι ο Ριόλος, η Αγρελιά ή και όποιο άλλο χωριό της καρδιάς σας.

          Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος

Άρθρο υπ’ αρ. 315 / Κυριακή 04 Φεβρουαρίου 2018