Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

9η μποτίλια στο πέλαγο, για μελέτη στον Γιώργη Μανουσάκη


 
"9η μποτίλια στο πέλαγο, για μελέτη στον Γιώργη Μανουσάκη"

O Εμφύλιος.

     Το θέμα του Εμφυλίου ήταν μέσα στις ποιητικές προσεγγίσεις του Γιώργη Μανουσάκη. Τέτοια και η αναφορά  στον τίτλο της συλλογής μικρών πεζών του: «Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα» [1].
     Ας περιγράψουμε πρώτα το συμβάν, το οποίο τον επηρέασε να δώσει αυτόν τον τίτλο, και έπειτα θα αναφερθούμε στο ποίημα «1947»[2] που σχετίζεται με αυτό.
     Αμέσως μετά, σύμφωνα με την κριτική ματιά της Μαρίνας Αρετάκη [3],  θα συγκρίνουμε την εμφάνιση του γεγονότος αυτού από μια άλλη αξιόλογη ποιήτρια, την Χανιώτισσα Βικτώρια Θεοδώρου. Η σύγκριση αυτή στοχεύει στην διαφορετική προσέγγιση του ιστορικού αυτού γεγονότος (σ.σ. του εμφυλίου) στην ποίηση του Γιώργη Μανουσάκη.
    
     Το αληθινό ιστορικό συμβάν διαδραματίστηκε στα χρόνια του Εμφυλίου, στην γέφυρα του Κλαδισού, όπως μπαίνουμε στα Χανιά από τα δυτικά δηλαδή από την Κίσσαμο.

     Εκεί οι χωροφύλακες, οι Μάϋδες έκοβαν τα κεφάλια των ανταρτών και τα έμπηγαν σε πασσάλους που είχαν στήσει στην γραμμή, στο δεξιό παραπέτο της γέφυρας, έτσι που να τα βλέπουν όλοι όσοι μπαίνανε στην πόλη από τη δυτική Κυδωνία, την Κίσσαμο και το Σέλινο…

     Ο Χανιώτης Μίκης Θεοδωράκης έχει αναφέρει: [4]
         
          « Μια ουρά από χωριάτες και χωριάτισσες κάπου διακόσια μέτρα μάκρος, είχε σχηματιστεί και βάδιζε αργά προς τον Κλαδισό. Εκεί είχαν κρεμάσει τον καπετάν Γιώργη, τον φόβο και τον τρόμο της Χωροφυλακής και γενικότερα των “εθνικών δυνάμεων” της περιοχής. Είχαν φτιάξει ένα είδος κρεμάστρας, με χοντρά κλαδιά από δέντρα κι από εκεί κρέμονταν σαν σφαχτάρια οι σκοτωμένοι αντάρτες και αντάρτισσες. Τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, όλοι όσοι έμπαιναν κι όσοι έβγαιναν από τα Χανιά και που θα περνούσαν υποχρεωτικά τη γέφυρα, θα έπρεπε να παρελάσουν μπροστά στους κρεμασμένους για “να δουν”. Πλάι στον καπετάν-Γιώργη είχαν κρεμασμένη τη Δασκάλα- έτσι ήταν το αντάρτικο ψευδώνυμό της.(μάλλον η Βαγγελιώ Κλάδου) Αυτή την είχαν κρεμάσει ανάποδα. Έτσι που φαίνονταν η μαύρη κιλότα της. Η άσπρη κοιλιά της και ο αφαλός της που είχε τριχίτσες. Τα δυο βυζιά της είχαν πέσει στους ώμους απ’ τις δυο πλευρές του προσώπου που ήταν παράξενο να το βλέπεις ανάποδα. Είχε τα μάτια ολάνοιχτα, μαύρο χρώμα. Κάτασπρη κόρη. Κι όπως σε κοίταζαν ανάποδα, σου έρχονταν να οπισθοχωρήσεις, αυθόρμητα. Σαν να σε πρόσταζαν: “Τι κάθεσαι προχώρα!” Πιο πέρα, άλλοι δυο αντάρτες κρεμασμένοι κανονικά. Δυο παιδιά θα λεγες δεκαέξι χρονών το πολύ. Ο ένας χαμογελούσε. Όμως και οι δύο είχαν πολλές και βαθιές πληγές από όπου έσταζε αίμα. Σημάδι ότι τα βασάνισαν και τα σκότωσαν εκείνο το πρωί. Πλάι στον κάθε κρεμασμένο δεξιά ζερβά ήταν τοποθετημένοι στρατιώτες με πλήρη εξάρτυση. Άλλοι είχαν ύφος αδιάφορο κι άλλοι φάνηκαν θλιμμένοι. Όμως οι περισσότεροι κοίταγαν καλά στα μάτια όσους περνούσαν από μπροστά σαν να ήθελαν να μαντέψουν τι σκέπτονται. Οι πιο πολλοί, κυρίως χωριάτες κοίταζαν τους νεκρούς με τρόμο. Κάπου κάπου βρίσκονταν κανένας να βρίσει να φτύσει τους νεκρούς. Το έκαναν από φόβο ή από μίσος; Ο χωρικός που ήταν ακριβώς μπροστά μας, έσβησε το τσιγάρο του στον αφαλό της Δασκάλας. Μύρισε καμένο κρέας. Γέλασε με το κατόρθωμά του στον φρουρό, όμως αυτός τον αγριοκοίταξε. Καθώς περνούσα με την σειρά μου μπροστά στους σκοτωμένους σκεπτόμουν μονάχα μια λέξη “Εκδίκηση”.  Τίποτα άλλο.»

     Διαβάζουμε το ποίημα «1947» του Γιώργη Μανουσάκη για το θέμα:

1947

«Βαριά κορμιά ιδρωμένα
με στρίμωχναν και με ζουλούσαν
απ’ όλες τις μεριές. Κάποιοι
μιλούσαν αδιάκοπα. Άλλοι σιωπηλοί
ανάσαιναν μ’ ένα γοργό σφυριχτόν ήχο.
Πολλοί τεντώναν τους λαιμούς των
για να δουν. Εγώ
έβλεπα μόνο ουρανό.

«Θα τον κρεμάσουν, λεν, ανάποδα
από το στύλο του ηλεχτρικού».
«Θα μπήξουν σ’ ένα πάσαλο
το κομμένο κεφάλι»

Δεν ξέρω τι έγινε απ’ όλα τούτα.
Το κύμα των μεγάλων μ’ έσπρωχνε
μια εδώ μια εκεί. Το μόνο
που ‘βλεπα πάντα ήταν ο ουρανός.

Σα διαλύθηκε το πλήθος κοίταξα ολογύρω
όμως δεν είδα τίποτα απ΄  το θέαμα.
Πρόλαβα μόνο μια πλατειά κηλίδα αίμα
πριν ρίξει κάποιος χωροφύλακας επάνω της
μια φτυαριά ασβέστη.»

     Η Μαρίνα Αρετάκη στην μελέτη της[5]  αναφέρει:

       «Το θέαμα των αγριοτήτων του Εμφυλίου, η κεντρική σκηνή της ιστορίας, θα λέγαμε, μένει απρόσιτο για το παιδί που έχει ορατότητα μόνο προς τα πάνω (ουρανός) και προς τα κάτω (χώμα). Οι άλλοι – οι μεγάλοι – βλέπουν, ερμηνεύουν, παρασύρουν το παιδί (μια εδώ, μια εκεί), που γίνεται τελικά θεατής αυτού που μένει από την αποτρόπαια πλευρά της ιστορίας (μια πλατειά κηλίδα αίμα), η οποία με σπουδή καλύπτεται, αποσιωπάται, εξαφανίζεται (πριν ρίξει κάποιος χωροφύλακας επάνω της / μια φτυαριά ασβέστη).»

          Εδώ η Μαρίνα Αρετάκη ξεκινά την αντιπαραβολή του ποιητή με την συντοπίτισσα του,  ποιήτρια, Βικτωρία Θεοδώρου:

       «Είναι πιθανόν το μικρό παιδί αυτού του ποιήματος να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με την νεαρή κοπέλα στο «Παλιό τραγούδι» της Βικτωρίας Θεοδώρου, η οποία παρακολουθεί την διαπόμπευση του πτώματος μιας αντάρτισσας (πρόκειται για την ηρωίδα της Αντίστασης Μαρία – Βαγγέλα Κλάδου) στον Κλαδισό:


Παλιό Τραγούδι[6]

«Επάνω σε μια τάβλα την έχουν ξαπλωμένη
Τ’ άσπρα της χέρια       σέρνουνται στο χώμα, στα χαλίκια
σέρνεται κι η πλεξούδα της στη σκόνη
κι η φούντα της σαν σκούπα ολόχρυση το δρόμο καθαρίζει
και σκουπισμένο τον αφήνει απ’ τα’ αγκαθόξυλα
για να περνούν ξυπόλητοι και ποδεμένοι,
όσοι την παν νεκρή να την πομπέψουνε
στου Κλαδισού την ποταμιά.

Ήταν εκεί κι η μάνα μου κι άλλες μανάδες
όπου πρωί-πρωί τις σύρανε να δούνε τη ντροπή
να δούνε τι μας καρτερεί κι εμάς που ανταρτέψαμε
μα κείνες τήνε κλάψανε, και τη μοιρολογήσανε
την τρυφερή της παρθενιά σπαραχτικά εμαρτύρησαν
στις λυγαριές και στα πουλιά του ποταμού,
για θυγατέρα τους την ελογάριασαν.
Μα εκείνοι μανιασμένοι κι άσπλαχνοι
παίρνουν σπαθί και κόβουν το κεφάλι της
και σε κοντάρι το καρφώνουνε με την πλεξούδα
να σείεται στον αέρα και να γνέφει αδιάκοπα
κι η φούντα  της ολόχρυση να διώχνει τα πουλιά της φρίκης.

Περαστικός ας ήταν να τη δει τραγουδιστής
για να της πει τ’ αξέχαστο τραγούδι,
εγώ είμαι ένα μικρό πουλί μέσα στη καλαμιά
δεν τραγουδώ, δεν κλαίω, μόνο θυμίζω
σημάδι έχω τη φωλιά μου εδώ, δε φεύγω
μαζί με τ’ άλλα τα πουλιά για να ξεχειμωνιάσω.

     Η Μαρίνα Αρετάκη συνεχίζει:

           «Σε αντίθεση με το ποίημα του Μανουσάκη, όπου η θέαση καθίσταται αδύνατη, εδώ ο εξευτελισμός του πτώματος και η φρικιαστική συνήθεια (το κάρφωμα των κεφαλιών σε κοντάρια) γίνονται αντικείμενα περιγραφής.
          (…)
          Η Βικτωρία Θεοδώρου  ζει στη δίνη των ιστορικών γεγονότων που συμπαρασύρουν την ίδια αφού ανήκει στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που βιώνουν την εξορία (Χίος, Τρικέρι, Μακρόνησος, 1948-1952).
          Ο Μανουσάκης περιγράφει τον απόηχο της δράσης ή  αλλιώς, όπως έχει ειπωθεί: [7]:
          « η δεύτερη μεταπολεμική γενιά αισθάνθηκε αλληλέγγυα και συναισθηματικά πολύ κοντά με την πρώτη, με την διαφορά ότι η πρώτη, έστω και για λίγο, ανέβηκε στη σκηνή και έζησε έντονα το ρόλο του πρωταγωνιστή της ιστορίας..»

[1] Εκδόσεις των Φίλων, Τριάνταδύο μικρά πεζά  (1999)
[2] Πρώτη δημοσίευση με τίτλο «Ανάμνηση του  ’49» στο περ. Γράμματα και τέχνες (Δεκέμβριος 1983)
[3] «Ο ατελέσφορος εγκλεισμός – Μια απόπειρα προσέγγισης του ποιητικού κόσμου του Γ. Μανουσάκη» Περιοδικό Νέα Εστία Έτος 83ο, Τόμος 165ος, Τεύχος 1820, Μάρτιος 2009 σελ. 451)
[4] Απόσπασμα του αυτοβιογραφικού έργου του Μίκη Θεοδωράκη, Δρόμοι του Αρχάγγελου
[5] «Ο Ατελέσφορος εγκλεισμός» Περιοδικό Νέα Εστία, Έτος 83ο, Τόμος 165ος, Τεύχος 1820, Μάρτιος 2009.
[6] Βικτωρία Θεοδώρου. Από τη συλλογή Βορεινό προάστιο, 1966 (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008, σ.70-71)
[7] Γ. Αράκης ό.π. σελ.25
Επεξεργασμένο από ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου