Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018


Η καταραμένη πολυκατοικία της οδού Μόρνου.




            Η πολυκατοικία αρκετό καιρό τώρα έτριζε συθέμελα και οι τοίχοι πλησίαζαν ο ένας τον άλλον. Οι ένοικοι είχαν συνηθίσει  το περίεργο αυτό φαινόμενο μα ουδέποτε λάμβαναν έστω και τα ελάχιστα μέτρα προστασίας. Αντίθετα το μόνο που ενδιέφερε τους περισσότερους, ήταν η επικείμενη μείωση της αξίας της περιουσίας τους.

            Ο Φαίδωνας είχε επισκεφτεί πολλές φορές τον μηχανικό του ο οποίος τον διαβεβαίωνε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα και πως όλα αυτά ήταν αδικαιολόγητοι φόβοι. Ιδίως, όταν του έκανε στο χαρτί υπολογισμούς σύμφωνα με τους οποίους η ιδιοκτησία του – εκείνο το δυαράκι του 4ου ορόφου – έχει τα ίδια χιλιοστά επί του οικοπέδου όπως ήταν και πριν αρχίσει αυτή η καταραμένη πολυκατοικία να συρρικνώνεται, τότε ήταν που ο Φαίδωνας ανακουφίστηκε.
            - Μειώνεται η επιφάνεια της δικής σου ιδιοκτησίας με την ίδια ταχύτητα που μειώνεται και των υπολοίπων. Άρα τα χιλιοστά παραμένουν σταθερά ! Επίσης δεν υπάρχει πρόβλημα στην στατικότητα του κτηρίου λόγω της ομοιόμορφης συρρίκνωσης όλων των διαμερισμάτων της! Προς τι ο φόβος σου λοιπόν;, του είπε ο μηχανικός.

            Το βράδυ ο Φαίδωνας ενημέρωσε και την Βίκυ.
            - Αν είναι έτσι τότε ας περιμένουμε με την ελπίδα να σταματήσουν οι τοίχοι να πλησιάζουν ο ένας τον άλλον ώστε να μείνει αρκετός χώρος για μας. Αυτό μονάχα. Τα υπόλοιπα διορθώνονται.
            Ξάπλωσαν κάπως ανακουφισμένοι έστω και αν, στον ύπνο τους, πάντα έκαναν τις κρυφές τους μετρήσεις, ελέγχοντας πόση απόσταση είχε μείνει μεταξύ του δυτικού τοίχου και της ντουλάπας του υπνοδωματίου.

            Οι λόγοι κατάρρευσης της πολυκατοικίας δύο χρόνια μετά οφειλόταν ακριβώς στο ότι τελικά δεν υπήρχε ισόρροπη συρρίκνωση των διαμερισμάτων ! Κάποια από αυτά, όπως του ξεχασμένου ακόμα και από τα παιδιά του Παυλή, συρρικνώνονταν πολύ πιο γρήγορα από τα υπόλοιπα.  Οι εφημερίδες έγραψαν - ίσως ήταν  και υπερβολές -, πως είχε κατέβει τόσο πολύ το ταβάνι στο υπνοδωμάτιο του που ίσα - ίσα, «γλίστρησε απ’ το κρεβάτι σκυφτός και βγήκε από την πόρτα του δωματίου του[1]».
            Η αλήθεια είναι πως είχαν όλοι τον χρόνο να προλάβουν να εκκενώσουν την πολυκατοικία της οδού Μόρνου και το κατάφεραν, πλην του άτυχου, μα και χοντροκέφαλου,  Λευτέρη.
            Πόσες φορές δεν του είπαν  να παρατήσει το διαμέρισμά του και να φύγει πριν να είναι αργά.
Αυτός εκεί.
Δεν του άλλαζες τα μυαλά. Έβαζε εμπόδιο στην σύγκλιση των τοίχων, δοκάρια και σκαλωσιές ο ανόητος, γιατί νόμιζε πως θα σταματήσει μονάχος του ολάκερο τον όγκο της πολυκατοικίας.  Ζητούσε βέβαια να πράξει το ίδιο έστω και ένας ένοικος, από την νότια πλευρά, ώστε να διατηρηθεί ισορροπία στην πίεση, μα τις ανόητες σκέψεις του ευτυχώς δεν την συμμερίστηκε κανείς.

Φοβάμαι πως και τούτη εδώ η πολυκατοικία θα έχει το ίδιο τέλος. Έχει περάσει μισός χρόνος και ήδη βλέπεις τις ρωγμές της μετακίνησης. Πρέπει να αποφασίσω γρήγορα τι θα κάνω.


          Σταυρουλάκης   Αρτεμ.   Κωνσταντίνος
Άρθρο υπ’ αρ. 312/ Κυριακή 07 Ιανουαρίου 2018.



[1] Γιώργης Μανουσάκης, «Το ταβάνι» - (1997). Το συγκεκριμένο ποίημα ήταν και πηγή έμπνευσης του παρόντος  πεζού κειμένου. 

1 σχόλιο:

  1. Ηλίας Στρατάκης • 3 ώρες πριν (8/1/2018 - https://www.taxheaven.gr/news/news/view/id/38899 )

    Ο Ευτύχης ήταν από χωριό.
    Δηλαδή, μεγάλωσε σε χωριό, γιατί τώρα πια μένει σε πόλη. Και μάλιστα σε πολυκατοικία.
    Μα δεν μπορεί να ξεχάσει εκείνα τα δύσκολα χρόνια που πέρασε μέχρι να φύγει από την γενέτειρα του. Και το πιο απλό πράγμα ήταν σχεδόν ακατόρθωτο. Για παράδειγμα, ήθελε να ακούσει μουσική από το κασετόφωνο, που είχε πάρει με τα χρήματα που έβγαζε στα κάλαντα, και δεν μπορούσε. Δεν είχε το δωμάτιό του. Σε ένα μεγάλωσαν και τα τρία παιδιά των γονιών του.
    Τότε ήταν που άρχισε να ονειρεύεται να φύγει από το χωριό να πάει στην πόλη. Ανήσυχος νέος, έφηβος που βρήκε μόνη διέξοδο τα γράμματα. Το έβαλε ινάτι και διάβασε, έδωσε πανελλήνιες, πέρασε σε μια σχολή, την τελείωσε και με το πτυχίο του εφόδιο, βρήκε μια καλή δουλειά στην πόλη.
    Έτσι βρήκε και σπίτι, σε μια πολυκατοικία, που είχε πολλά δωμάτια. Και για τα παιδιά του, αλλά και για τον ίδιο όταν ήθελε να μείνει μόνος του. Να ακούσει και κάνα τραγουδάκι από την διαδικτυακή πλατφόρμα. Γιατί πια οι κασέτες είναι μουσειακά εκθέματα. Κάποιοι ρομαντικοί έχουν ακόμα. Ο Ευτύχης, λάτρης της προόδου, δεν έχει πλέον εκείνες τις κασέτες.
    Μα μπορεί να έχει τον χώρο ακροάσεων του και να μην τον ενοχλούν οι άλλοι της οικογένειας του, όπως τότε στο χωριό, αλλά πάλι δεν μπορεί να ακούσει την μουσική του. Οι πολυκατοικία έχει κανονισμούς, ωράρια και άλλα πράγματα που δεν τα ήξερε όταν ήταν μικρός. Όταν ήταν στο χωριό.
    Έτσι πήρε ακουστικά.
    Αλλά λες και όλοι οι ένοικοι ενοχλούνται ακόμα και με τα ακουστικά τον κοιτάζουν παράξενα στις σκάλες. Στις συνελεύσεις της πολυκατοικίας δεν του απευθύνουν ποτέ τον λόγο. Ο διαχειριστής του μιλάει μονάχα όταν θέλει τα κοινόχρηστα. Όμως και τότε ακόμα, κοιτάει αλλού και όχι τον Ευτύχη. Τι στο καλό φταίει; αναρωτιέται.
    Σαν καζάνι που βράζει είναι η πολυκατοικία του και κανείς δεν μιλάει στον άλλο συχνά. Λες και ο ένας φταίει στον άλλο και είναι παράξενο που δεν έχουν εκδηλωθεί βίαια επεισόδια μεταξύ των ενοίκων.
    Έμαθε όμως να ζει στην πολυκατοικία. Γιατί θέλει να ζει σ’ αυτήν.
    Τώρα τελευταία που συγκλίνουν οι τοίχοι μεταξύ τους αρχίζει να ανησυχεί. Αλλά πιστεύει ότι θα το συνηθίσει κι αυτό. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Αν πάει σε άλλη πολυκατοικία, πάλι τα ίδια θα έχει. Έτσι είναι οι πολυκατοικίες: με τα κοινόχρηστα τους, τους κανονισμούς τους, τα ωράρια, τους ενοίκους, τους συγκλίνοντες τοίχους κτλ.
    Α, φίλε μου η πολυκατοικία θέλει και τις θυσίες της. Εξάλλου οι ένοικοι έχουν ακόμα ανακωχή.
    Στο χωριό δεν γυρίζει με τίποτα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή